Σύνδεση
Ξέχασα τον κωδικό μου
Εγγραφή
homestyle
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Από την Επιχειρησιακή Ηθική στο Αναγκαστικό “Fair Play”

19-12-2018 12:42

Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Abstract: Τα διλήμματα που εξετάζουμε υπό το πρίσμα της επιχειρησιακής ηθικής, αφορούν κυρίως την ευθύνη νομικών (τεχνητών) προσώπων, δηλαδή των επιχειρήσεων:
[α] απέναντι σε φυσικά πρόσωπα (εργαζόμενους, μετόχους, καταναλωτές)
[β] απέναντι σε άλλα τεχνητά πρόσωπα (οργανισμούς ή συστήματα όπως είναι οι άλλες επιχειρήσεις ή οντότητες όπως η κοινωνία, το κράτος κλπ) και
[γ] απέναντι στο φυσικό περιβάλλον.
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε για «ηθική» ή «κοινωνική» ευθύνη τεχνητών οντοτήτων όπως είναι οι επιχειρήσεις. Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον οντολογικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων. Όλοι μας συμφωνούμε ότι το θεμελιώδες οντολογικό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων είναι η δημιουργία οικονομικού κέρδους. Ο τελικός τους σκοπός δηλαδή (ή το τελικό τους αίτιο) είναι, θα λέγαμε με αριστοτελικούς όρους και το ποιητικό τους αίτιο. Ο τελικός τους σκοπός δηλαδή, καθορίζει την οντολογική τους ταυτότητα. Εν προκειμένω, κατά πόσο μια καθορισμένη από τον τελικό σκοπό, «αναγκαστική» δράση, μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά;

Στο δοκίμιο αυτό επιχειρείται να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, προσεγγίζοντας κατ’ αρχάς δυο παραδοσιακά ηθικά συστήματα, σύμφωνα με τα οποία, στην εφαρμοσμένη ηθική, ορίζουμε τα κριτήρια αξιολόγησης ενός προσώπου και των πράξεών του. Τα συστήματα αυτά είναι:
[α] η δεοντολογία, που έχει τις ρίζες της στον Kant, και
[β] η συνεπειοκρατία, που βασίζεται στον ωφελιμισμό.


Keywords: Business ethics, Kant, utilitarianism, corporate social responsibility


Γούναρης, Α. (2008). Από την Επιχειρησιακή Ηθική στο Αναγκαστικό “Fair Play”. δημοσιεύθηκε στο: Ηθική των Επιχειρήσεων: Business Ethics. Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. σ. 191-210. Ανακτήθηκε 04/02/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/from-business-ethics-to-forced-fair-play/


Αυτό που ονομάζουμε «επιχειρησιακή ηθική», παρότι αποτελεί έναν σημαντικό κλάδο της σύγχρονης εφαρμοσμένης ηθικής, εντούτοις, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, εμπεριέχει σημαντικά εγγενή εννοιολογικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Πολλοί αντιλαμβάνονται τον όρο «επιχειρησιακή ηθική» ως «οξύμωρο» (Weiss, 2003) ενώ άλλοι αντιλαμβάνονται το «επιχειρείν» ως ένα παιχνίδι κι ως εκ τούτου οι «ηθικοί» περιορισμοί παύουν να ισχύουν (Beversluis, 1987 ˙ Carr, 1968). Οι υποστηρικτές της «επιχειρησιακής ηθικής» την αντιλαμβάνονται ως επιτακτική ανάγκη για την διασφάλιση της «αγοράς» και της «επιχειρησιακής δράσης» (Michalos, 1995). Είναι γεγονός, ότι συνηθίζουμε να εξετάζουμε κριτικά, και να αξιολογούμε «ηθικά», τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, διότι αυτές φαίνεται να έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή σε μας τους ανθρώπους. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως, ότι κάνοντας την αυθαίρετη εξίσωση της επιχειρηματικής «δράσης» με την ηθική «πράξη» και του τεχνητού προσώπου με το «ηθικό πρόσωπο», διαπράττουμε λογικό σφάλμα. Τα διλήμματα που εξετάζουμε υπό το πρίσμα της επιχειρησιακής ηθικής, αφορούν κυρίως την ευθύνη νομικών (τεχνητών) προσώπων, δηλαδή των επιχειρήσεων:

[α] απέναντι σε φυσικά πρόσωπα (εργαζόμενους, μετόχους, καταναλωτές)

[β] απέναντι σε άλλα τεχνητά πρόσωπα (οργανισμούς ή συστήματα όπως είναι οι άλλες επιχειρήσεις ή οντότητες όπως η κοινωνία, το κράτος κλπ) και

[γ] απέναντι στο φυσικό περιβάλλον.

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε για «ηθική» ή «κοινωνική» ευθύνη τεχνητών οντοτήτων όπως είναι οι επιχειρήσεις. Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον οντολογικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων. Όλοι μας συμφωνούμε ότι το θεμελιώδες οντολογικό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων είναι η δημιουργία οικονομικού κέρδους. Ο τελικός τους σκοπός δηλαδή (ή το τελικό τους αίτιο) είναι, θα λέγαμε με αριστοτελικούς όρους και το ποιητικό τους αίτιο. Ο τελικός τους σκοπός δηλαδή, καθορίζει την οντολογική τους ταυτότητα. Εν προκειμένω, κατά πόσο μια καθορισμένη από τον τελικό σκοπό, «αναγκαστική» δράση, μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά;

Στο δοκίμιο αυτό επιχειρείται να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, προσεγγίζοντας κατ’ αρχάς δυο παραδοσιακά ηθικά συστήματα, σύμφωνα με τα οποία, στην εφαρμοσμένη ηθική, ορίζουμε τα κριτήρια αξιολόγησης ενός προσώπου και των πράξεών του. Τα συστήματα αυτά είναι:

[α] η δεοντολογία, που έχει τις ρίζες της στον Kant, και

[β] η συνεπειοκρατία, που βασίζεται στον ωφελιμισμό.


[1] Η Καντιανή Προσέγγιση

Η ηθική θεωρία του Kant, αποτελεί το θεμέλιο της δεοντολογικής ηθικής. Ο Kant (1785) διέκρινε δυο λειτουργίες του Λόγου (δηλαδή του έλλογου χαρακτήρα της νοητικής κατάστασης του προσώπου):

[α] τη θεωρητική λειτουργία, που μας βοηθάει να κατακτήσουμε τη γνώση και είναι προσανατολισμένη στην εμπειρία μας (τα όρια της γνώσης είναι τα όρια της εμπειρίας μας) και

[β] τη πρακτική λειτουργία. Η πρακτική λειτουργία είναι αυτή που μας αποκαλύπτει το «ηθικό» μας χρέος, το «πως» δηλαδή πρέπει να πράττουμε. Ο Πρακτικός Λόγος σύμφωνα με τον Kant, στηρίζεται στην «καθαρή» βούληση μας, στη βούληση δηλαδή που προέρχεται από την απόλυτα ελεύθερη επιλογή μας, την επιλογή εκείνη, που δεν σχετίζεται με κανένα εμπειρικό γεγονός ή σκοπιμότητα. Η καθαρή βούληση (που ταυτίζεται με τον πρακτικό λόγο) είναι αυτή, που ορίζει στο πρόσωπο πως πρέπει να πράττει. Η περίφημη κατηγορική προσταγή «επίλεξε ελεύθερα τις αρχές σου και πράττε έτσι ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί να καταστεί συγχρόνως καθολικός νόμος» (Kant, 1785) προϋποθέτει ακριβώς αυτή την ελεύθερη επιλογή. Εν προκειμένω, όταν αξιολογούμε μια ηθική πράξη, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, θα πρέπει να εξετάζουμε αν το πρόσωπο που την επιτελεί είναι καταρχάς ελεύθερο, δεύτερον αν η πράξη του αυτή είναι προϊόν έλλογης σκέψης, είναι δηλαδή προϊόν του Λόγου και μιας συνειδητής επιλογής, και τρίτον αν η αρχή που έχει υιοθετηθεί και καθορίζει τη πράξη, μπορεί να καθολικοποιηθεί.

Όσοι υποστηρίζουν ότι η καντιανή ηθική έχει εφαρμογή στις επιχειρήσεις, θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να υιοθετούν αρχές και πως η ανήθικη συμπεριφορά τους προκύπτει όταν, λόγω της δράσης τους, αυτο-καταρρέουν ή παραβιάζονται οι μείζονες προκείμενες, δηλαδή οι αρχές, που έχουν επιλέξει (Bowie, 1999). Αν λάβουμε όμως υπόψη μας κατά γράμμα, τις προϋποθέσεις που θέτει ο Kant, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να αξιολογήσει κανείς τις δράσεις των επιχειρήσεων με καντιανούς όρους, αφού η σκοπιμότητα του κέρδους από μόνη της (εγγενές οντολογικό χαρακτηριστικό τους) έχει καταστήσει αυτομάτως τις δράσεις τους και τις επιλογές τους ανελεύθερες. Για παράδειγμα, αν ένας έμπορος αποφασίσει να είναι τίμιος και να μην κλέβει στο ζύγι, η υιοθέτηση αυτής της αρχής έχει ηθική αξία, μόνον αν ο έμπορος αυτός δεν συναρτά την αρχή του αυτή με εξωγενείς παράγοντες, όπως η αποκόμιση κέρδους, ή πελατείας, από τη στιγμή που δεν κλέβει στο ζύγι (Πελεγρίνης 1997). Το επιχείρημα δηλαδή ότι μια επιχείρηση οφείλει να υιοθετήσει ηθικές αρχές «για να» αναδεικνύει, για παράδειγμα, το κοινωνικό της προφίλ ή «για να» αποκομίσει κάποιο κέρδος ή «για να»… οτιδήποτε, δεν μπορεί να αποτελεί μια ηθική αρχή σύμφωνα με την θεωρία του Kant, αφού η υιοθέτηση των αρχών αυτών σχετίζεται με εμπειρικούς λόγους, δηλαδή με λόγους ανεξάρτητους από την ελεύθερη βούληση.

Πολλοί σύγχρονοι υπέρμαχοι της δεοντολογικής ηθικής, θα σπεύσουν να υποστηρίξουν την ύπαρξη ενός πλαισίου αρχών ανεξάρτητα από την «ελεύθερη βούληση» των επιχειρήσεων, ως απαραίτητο όρο για την ισορροπημένη και «δίκαια» σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνίας. Αυτό μπορεί να αποτελεί κάλλιστα ένα νομικό πλαίσιο ρύθμισης των συμπεριφορών, δεν αποτελεί επουδενί όμως βάση μιας «ηθικής». Η νομική ρύθμιση των συμπεριφορών στον επιχειρηματικό κόσμο, αποτελεί ένα μάλλον σύγχρονο κατασκεύασμα του φιλελεύθερου Κεϊνσιανού παρεμβατισμού, που κυριαρχεί στη «συνείδηση» της «αγοράς» και αναπαράγεται σαν μια από τις συνιστώσες του «ηθικού επιχειρείν». Όμως η παρεμβατικότητα της θεωρίας του Keynes (1936) μπορεί να βασίζεται σε μια ορθολογική διαχείριση π.χ. των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, της εξάλειψης της ανεργίας ή της δίκαιας κατανομής των εισοδημάτων, δεν αποτελεί όμως «ηθική» ρύθμιση, στο μέτρο μάλιστα, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας νομοθετικής υπόδειξης και υπακούει σε πολιτικές σκοπιμότητες. Οι παρεμβατικές νομοθετικές, ή οι άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, που καλούνται «δεοντολογίες», στην ουσία τους δεν σχετίζονται στο παραμικρό με ηθικές συμπεριφορές. Αν αναλογιστεί δε κανείς, τι συμβαίνει στη πραγματικότητα, όπου οι «ισχυροί» της αγοράς, είναι συνήθως σε θέση να διαμορφώνουν, να κινούνται στα όρια, και εν τέλει να παραβαίνουν αυτούς τους «δεοντολογικούς» κανόνες, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες αυτοί αποτελούν συχνά τη βάση για αυτό που καλούμε «ανήθικη» συμπεριφορά.

[2] Η Ωφελιμιστική Προσέγγιση

Στον αντίποδα της δεοντολογικής ηθικής, δεσπόζει η συνεπειοκρατεία. Η συνεπειοκρατεία έχει τις βάσεις της στους λεγόμενους ωφελιμιστές φιλοσόφους, τον John Stuart Mill (1860) και τον Jeremy Bentham (1830). Οι εισηγητές του ωφελιμισμού αναζήτησαν κάποιο αντικειμενικό κριτήριο ώστε να μπορούμε να αξιολογούμε αν κάποια πράξη είναι ηθικά ή όχι ορθή, χωρίς αμφιβολία και περιθώρια λάθους. Ο αδιαμφισβήτητος κανόνας για τους ωφελιμιστές συνοψίζεται στο αξίωμα «μεγαλύτερη ευδαιμονία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων» (Mill 1860). Αυτό συνεπάγεται, ότι αν μια πράξη αποδειχθεί πως συμβάλει στην ευδαιμονία των ανθρώπων που επηρεάζονται από την εκτέλεσή της είναι ηθικά καλή, αλλιώς είναι επιλήψιμη. Η προσπάθεια θεμελίωσης μιας «επιχειρησιακής ηθικής» με συνεπειοκρατικά κριτήρια, οδηγεί σε μια σειρά από λογικά αξεπέραστα προβλήματα ηθικής κατεύθυνσης και μας βάζει σε αδιέξοδα που θα μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο με την υιοθέτηση αυθαίρετων και επικίνδυνων εξισώσεων… Με βάση τον ωφελιμιστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας προσέγγισης, ο κοινωνικός «αντίκτυπος» των δράσεων της επιχείρησης (δηλαδή το «κοινό» καλό, ή αυτό που είναι «καλό» για τους περισσότερους) είναι αυτός, που εν πολλοίς καθορίζει και την βιώσιμη πορεία της. Αυτή η θέση είναι όμως προβληματική σε πολλά σημεία, όπως για παράδειγμα:
[α] στο γεγονός ότι μια επιχείρηση μπορεί να προβαίνει σε «ανήθικες» πράξεις (ή ορθότερα αθέμιτες δράσεις) που να βλάπτουν ένα πρόσωπο, αλλά να είναι επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο (για παράδειγμα, η πώληση προϊόντων κάτω του κόστους από μια μεγάλη επιχείρηση, μπορεί να εξοντώσει μια μικρή οικογενειακή ανταγωνιστική επιχείρηση, αλλά να έχει θετικό αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο απολαμβάνει -έστω βραχυπρόθεσμα- το όφελος της χαμηλής τιμής)… ή
[β] στο γεγονός ότι μια επιχείρηση μπορεί να προβαίνει σε «ανήθικες» δράσεις, οι οποίες εφ’ όσον δεν γίνονται γνωστές δεν έχουν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, και αντίστροφα μέσω επικοινωνιακών τεχνικών να τονίζει δράσεις που διαμορφώνουν ένα θετικό κοινωνικό προφίλ (για παράδειγμα, η ελλιπής διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων μιας εταιρείας, μπορεί να παραμένει εν κρυπτώ και άρα η συνέπεια δεν είναι αποδείξιμη στο κοινωνικό σύνολο ενώ αντίθετα οι «σκόπιμες» δωρεές, οι φιλανθρωπικές δράσεις και οι χορηγίες της ίδιας εταιρείας, φανερώνουν ένα κοινωνικά θετικό και «ηθικό» προφίλ).

Ακόμα, η αξιολόγηση των δράσεων μιας επιχείρησης με ωφελιμιστικά κριτήρια οδηγεί σε αναπάντητα (ψευδο)προβλήματα, του τύπου αν είναι ηθικά θεμιτό ή όχι μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργάτες σε μια πόλη της χώρας της και να εγκατασταθεί (με σκοπό τη μείωση του κόστους) σε μια άλλη χώρα προσφέροντας εργασία σε 5.000 ή και περισσότερους εργάτες που ζουν σε δυσμενέστερες συνθήκες από τους 1.000 απολυμένους... ή αν είναι ηθικά θεμιτό ή όχι για παράδειγμα, μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργαζόμενους (με σκοπό την βελτίωση των αποτελεσμάτων της) προσφέροντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερα κέρδη στους 100.000 μετόχους της που έχουν επενδύσει στις μετοχές της, τις οικονομίες τους.

Τέτοια προβλήματα μας υποδεικνύουν, ότι ο υπολογισμός των συνεπειών της δράσης των επιχειρήσεων δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την αξιολόγησή τους ως ηθικά πρόσωπα, αφού οι συνέπειες αυτές μπορεί να παρουσιαστούν και να ερμηνευτούν με τέτοιο τρόπο ώστε να παραποιούν ή να κρύβουν το πραγματικό αποτέλεσμα.

Οι υπέρμαχοι του ωφελιμισμού υποστηρίζουν ότι: «ο καντιανισμός είναι για τα φυσικά πρόσωπα και ο ωφελιμισμός για τις επιχειρήσεις» (French 1995). Ο ωφελιμισμός όμως φαίνεται να καταρρέει, αφού ακόμα κι αν ήταν δυνατός ο υπολογισμός των πραγματικών συνεπειών, καμιά «ηθική» δεν μπορεί να θεμελιώσει ακλόνητα το δίκαιο των πολλών έναντι του ενός, ή την φαινομενικότητα μιας πρόσκαιρης ωφέλειας έναντι μιας μακροχρόνιας απώλειας, που δεν μπορεί να προϋπολογίσει καμιά οντότητα, πολλώ δε μάλλον μια κατασκευασμένη οντότητα που έχει, εξ ορισμού, σαν πρωταρχικό της σκοπό το δικό της κέρδος έναντι του κέρδους των υπολοίπων.

Καταλήγοντας λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα δυο κλασσικά ηθικά συστήματα δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν «πειστικά» τις δράσεις των επιχειρήσεων, θα πρέπει να διερωτηθούμε κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε τελικά, για «ηθική» τεχνητών προσώπων ή οντοτήτων που δεν είναι φυσικά πρόσωπα.

[3] Το Πρόβλημα του Ηθικού Προσώπου

Είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις αποτελούν Νομικά Πρόσωπα, και ως εκ τούτου διέπονται από νόμους, έχουν υποχρεώσεις και δικαιώματα. Παράλληλα, είναι οντότητες, ναι μεν κατασκευασμένες από τον άνθρωπο και εξαρτημένες από αυτόν, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτόν (ούτε λειτουργικά, ούτε οντολογικά, ούτε νομικά). Και στο σημείο αυτό γεννιέται εύλογα το ερώτημα: «Είναι οι επιχειρήσεις Ηθικά Πρόσωπα;» Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι «Ηθικό Πρόσωπο».

Σύμφωνα με έναν ορισμό, ηθικό πρόσωπο είναι κάποιος, οι πράξεις του οποίου, μπορούν να αξιολογηθούν Ηθικά. Είναι δηλαδή το πρόσωπο, που έχει την ηθική ευθύνη για την επιλογή και την εκτέλεση των πράξεών του. Ένας πιο πλήρης ορισμός διευκρινίζει ότι «ηθικό πρόσωπο είναι εκείνο, του οποίου η συμπεριφορά ή ο χαρακτήρας κρίνεται και αξιολογείται από ηθική άποψη βάσει ηθικών κριτηρίων και όρων» (Πελεγρίνης, 2004). Ο Wittgenstein επεσήμανε πως τα κριτήρια εισάγονται στο συλλογισμό βάση του ορισμού, ενώ αντιθέτως τα συμπτώματα, βάσει της εμπειρίας (Πελεγρίνης, 2004). Εν προκειμένω η αξιολόγηση ενός συμπτώματος μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη κρίση, αν δεν έχει οριστεί προηγουμένως το κριτήριο. Έτσι αν κρίνουμε μια πράξη καθεαυτή, δηλαδή τη πράξη ως σύμπτωμα, είναι πιθανό να περιπέσουμε σε αξιολογικό σφάλμα. Για παράδειγμα, η κλοπή από μόνη της, ως γεγονός της πραγματικότητας, δεν είναι καλή ούτε κακή, στερείται δηλαδή ηθικής αξίας. Θα μπορούσε, φερ’ ειπείν ένας υποστηρικτής της δεοντολογικής ηθικής θεωρίας, να υιοθετήσει την αρχή «ου κλέψεις» εφόσον θεωρούσε ότι η ιδιοκτησία αποτελεί δικαίωμα, ή να υιοθετήσει την αρχή «κλέψε», αν θεωρεί ότι η ιδιοκτησία είναι ένας άδικος θεσμός που μόνο δυστυχία φέρνει στους ανθρώπους. Σε αυτή τη περίπτωση το κριτήριο για την αξιολόγηση του πράττοντος προσώπου είναι η μείζων αρχή βάση της οποίας το πρόσωπο προβαίνει στις πράξεις του. Αντίστοιχα ένας ωφελιμιστής, «Ρομπέν των Δασών», θα θεωρούσε ηθικό του καθήκον να παραβεί την αρχή «ου κλέψεις» και να κλέψει, για παράδειγμα έναν στυγνό τύραννο που εισπράττει με τη βία άδικους φόρους, και μοιράζοντας τα κλοπιμαία σε δεκάδες φτωχούς συνανθρώπους του να κάνει τη ζωή τους καλύτερη... Έτσι, είναι δυνατόν εξετάζοντας το σύμπτωμα της «κλοπής», να οδηγηθούμε σε διαφορετικά συμπεράσματα και να αξιολογήσουμε κάποιον ως εγκληματία ή ως ήρωα, ανάλογα με τα κριτήρια που έχουμε εισαγάγει εκ των προτέρων στον αξιολογικό μας συλλογισμό.

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, αυτό που κρίνουμε είναι η πράξη κάποιου, όχι η πράξη καθεαυτή, και κρίνοντας την πράξη κάποιου, κρίνουμε το ίδιο το πρόσωπο. Η έννοια της ανθρώπινης πράξης δεν ταυτίζεται με το αποτέλεσμα της πράξης, αλλά περικλείει «ψυχικά» ενεργήματα του πράττοντος προσώπου, προθέσεις, επιθυμίες, έξεις, κλπ. (MacIntyre, 1981 . Πελεγρίνης, 1986). Οι ανθρώπινες πράξεις χρήζουν ηθικής αξιολόγησης και δεν μπορούν να εξισωθούν με τις επιχειρηματικές «δράσεις». Αντίστοιχα, ο ορισμός των ηθικών κριτηρίων, όπως και η διαδικασία της αξιολόγησης αφορά αποκλειστικά τα ανθρώπινα όντα.

Οι υποστηρικτές της «ηθικής των επιχειρήσεων» θεωρούν ότι το να μιλάει κανείς για «ηθική μιας οργάνωσης», «μιας ομάδας» ή ενός «συστήματος» δεν είναι λάθος. Μπορούμε να μιλάμε για ηθική της ομάδας, ή για ηθική του πολιτεύματος, ή μιας οργάνωσης πχ. όπως μιλάμε για την ηθική των προσώπων (Matthews, Goodpastor, & Nash, 1985). Αυτή η εξίσωση, της ηθικής του προσώπου με την ηθική της οργάνωσης για παράδειγμα, βασίζεται στη παρατήρηση ότι τα πρόσωπα πράττουν μέσα σε περιβάλλοντα και όχι φυσικά στο κενό!!! Το γεγονός ότι οι ηθικές πράξεις συμβαίνουν μέσα σε κάποιο περιβάλλον, οργανισμό, ομάδα ή επιχείρηση, δεν σημαίνει ότι οι ιδιότητες ή ο χαρακτήρας των πράξεων μπορεί να μεταφερθεί από το πρόσωπο στο σύστημα ή στο περιβάλλον. Με αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αναφορά σε ηθική μιας οργάνωσης ή ενός συστήματος, είναι αυθαίρετη και συνεπώς μόνον «μεταφορικά» θα μπορούσε να τη χρησιμοποιεί κανείς. Η ηθική αφορά τους ανθρώπους και τις πράξεις τους μέσα στη κοινωνία... και όχι τις «κατασκευές» ή τις επινοήσεις των ανθρώπων.

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τονιστεί η διάκριση της ξεχωριστής υπόστασης του επιχειρηματία, ως φυσικού πρόσωπου και της επιχείρησης, ως νομικό πρόσωπο. Μια διάκριση, που στο μοντέλο του οικονομικού φιλελευθερισμού συχνά δεν είναι ορατή με αποτέλεσμα να μεταφέρουμε ιδιότητες μιας φυσικής οντότητας όπως ο επιχειρηματίας σε τεχνητές οντότητες όπως οι επιχειρήσεις και να συγχέουμε την ηθική πράξη με την σκόπιμη ή αναγκαστική δράση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι κατά κύριο λόγο απρόσωπες επιχειρήσεις. Οι δράσεις τους δεν καθορίζονται από τους επιχειρηματίες ή τους manager, αλλά από τα διοικητικά συμβούλια, τις δεσμεύσεις απέναντι στους μετόχους, στους πιστωτές, κλπ (Fassin, 2005). Είναι λοιπόν διαφορετικό να αξιολογούμε μια επιχείρηση πολυμετοχικής βάσης (όπως είναι η πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων) και διαφορετικό να κρίνουμε τις επιχειρηματικές πράξεις ενός φυσικού προσώπου (π.χ. του εμπόρου που κλέβει στο ζύγι). Το φυσικό πρόσωπο, ως ηθικό πρόσωπο, μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για τις αρχές, το συμφέρον και τις συνέπειες των επιλογών του και υπ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, το πρόσωπο αυτό έχει ευθύνη για τις πράξεις του. Όμως, θα ήταν παράδοξο, αν μέσα στο «κοινό» παιχνίδι του «επιχειρείν» στο παιχνίδι της αγοράς, υιοθετούσαμε (σε γενικές γραμμές) διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια για να κρίνουμε άλλοτε τις επιχειρήσεις κι άλλοτε τους επιχειρηματίες. Στη διεθνή βιβλιογραφία, συχνά τονίζεται η διαφορά της ηθικής των επιχειρήσεων και της ηθικής του επιχειρηματία ή του manager (Green, 1994). Όμως το πρόβλημα δεν φαίνεται να ξεπερνιέται αφού σε αυτήν τη περίπτωση ο manager μιας πολυμετοχικής εταιρείας, μοιάζει με «υπηρέτη δύο αφεντάδων» των μετόχων και της κοινωνίας (Marcoux 2000). Για παράδειγμα, ένας manager είναι δυνατόν να βρεθεί σε δίλημμα, για το αν πρέπει να αποφασίσει σύμφωνα με τα κριτήρια που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μετόχων και είναι αντίθετα με τις προσωπικές του ηθικές αρχές ή αντίθετα με το συμφέρον της κοινωνίας ή να πράξει σύμφωνα με τις αρχές του, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν ή να μην κερδίσουν τελικά οι μέτοχοι. Τέτοια προβλήματα όμως είναι προβλήματα ηθικής του προσώπου και όχι προβλήματα της λεγόμενης «επιχειρησιακής ηθικής». Αν ο manager ή ο επιχειρηματίας κάνει προσωπικές επιλογές, αυτές οι επιλογές μπορεί να είναι ηθικές επιλογές αλλά αφορούν αυτόν ως φυσικό πρόσωπο και όχι την επιχείρηση ως δρώσα οντότητα. Εξάλλου όπως τονίζεται από τους υποστηρικτές του α-ήθικου επιχειρείν (θα δούμε παρακάτω αναλυτικά) ο επιχειρηματίας ή ο manager, όπως ο παίκτης ενός παιχνιδιού, μπορεί να οδηγείται σε επιλογές για λόγους στρατηγικής του παιχνιδιού, αυτές οι επιλογές όμως δεν μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά (Carr 1968). Για παράδειγμα ένας παίκτης του ποδοσφαίρου για λόγους τακτικής μπορεί να κάνει κάποιο εσκεμμένο φάουλ στον αντίπαλό του, το οποίο μεν θα τιμωρηθεί, αλλά δεν σημαίνει ότι επιδρά στην ηθική του αξία ως πρόσωπο.

Στηριζόμενοι σε αυτές τις παραδοχές, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι για την μόνη ηθική που μπορούμε να μιλάμε, σχετικά με τις επιχειρήσεις, είναι η ηθική των ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στο εργασιακό περιβάλλον. Η «ηθική» των σχέσεων της επιχείρησης με άλλες οντότητες δεν μπορεί να έχει ηθικό πρόσημο. Οι επιχειρήσεις είναι «λειτουργικά» νομικά πρόσωπα, αλλά αυτό δεν τις κάνει αυτομάτως, ηθικά πρόσωπα. Κι αυτό συμβαίνει διότι οι επιχειρήσεις δεν συνιστούν ούτε άθροισμα της βούλησης, ούτε της επιθυμίας, ούτε των προθέσεων ή των αρχών των μετόχων, των εργαζομένων ή της διοίκησης τους. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν βούληση, επιθυμίες, προθέσεις ή συναισθήματα. Δεν υιοθετούν ελεύθερα αρχές, ούτε μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στον οντολογικό τους σκοπό που είναι η δημιουργία οικονομικού κέρδους. Οι επιχειρήσεις είναι εργαλεία στα χέρια των μετόχων τους, που στοχεύουν στο κέρδος (Friedman, 1962). Τα εργαλεία δεν έχουν ηθική. Αν μπορεί να μιλήσει κανείς για ευθύνη των επιχειρήσεων, η μόνη τους ευθύνη είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμένουν μέσα στο πλαίσιο των «κανόνων του παιχνιδιού», που είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η εμπλοκή στον ελεύθερο και ανοιχτό ανταγωνισμό, χωρίς να παραπλανούν ή να διαπράττουν απάτη (Friedman, 1970).

Αυτό σημαίνει ότι είναι «εύθραυστη» η θεμελίωση μιας «ευρύτερης» επιχειρησιακής συμπεριφοράς που προσομοιάζει με την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων; Και ναι και όχι. Η θέση που υποστηρίζεται σε αυτό το δοκίμιο, είναι πως: η υιοθέτηση αρχών ή εντέλει μιας συμπεριφοράς που μοιάζει να έχει «ηθικές» βάσεις εκ μέρους των επιχειρήσεων, μολονότι δεν τις καθιστά «ηθικά» πρόσωπα, είναι αναγκαία κυρίως για έναν λόγο:

Για την εξασφάλιση της οντολογικής τους υπόστασης και της βιωσιμότητάς τους μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή η «αναγκαιότητα», που επιβεβαιώνεται εμπειρικά κυρίως στις σχέσεις που αφορούν τον ανταγωνισμό, θεμελιώνει όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, την επιτακτικότητα υιοθέτησης και τήρησης ενός πλαισίου κανόνων του επιχειρησιακού παιχνιδιού.

[4] Η Οντολογική Θεμελίωση μιας «Επιθυμητής» Επιχειρησιακής Δράσης.

Τα ίχνη της α-ήθικης (όχι ανήθικης) επιχειρησιακής δράσης (δηλαδή της επιχειρησιακής δράσης απαλλαγμένης από ηθικό φορτίο) μπορούν να εντοπιστούν στις πολύ πρώτες μέρες της φιλελεύθερης οικονομίας. Ο Adam Smith (1776) στη προσπάθειά του να απελευθερώσει την εμπορική δραστηριότητα από το καταπιεστικό «χέρι του νόμου», υπερτόνισε τον θετικό ρόλο της ελεύθερης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στην οικονομική πρόοδο και ευημερία. Το «αόρατο χέρι της αγοράς» θα ήταν αυτό που θα ρύθμιζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Σήμερα, η συνεχής ανάπτυξη και η υποτιθέμενη εξισορρόπηση χάρη στο «αόρατο χέρι της αγοράς» έχει αποδειχθεί πλάνη. Το «αόρατο χέρι» αποδείχθηκε ανύπαρκτο. Η αχαλίνωτη αγορά δεν οδηγεί σε μεγάλωμα της πίτας απ’ όπου επωφελούνται όλοι, αλλά σε ένα παιχνίδι όπου ο νικητής τα παίρνει όλα. (Rifkin, 2006). Το παιχνίδι της οικονομικής προόδου αποδείχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες “unfair” και η ανάγκη για την επινόηση μιας επιχειρησιακής «ηθικής» που θα λειτουργεί ως «από μηχανής θεός» συμπλήρωσε τα εγχειρίδια των οικονομικών σχολών. Όμως η επιχειρησιακή ηθική (με όρους ανθρώπινης ηθικής) δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα των σχέσεων που προκύπτουν από την επιχειρησιακή δράση όπως η δαρβινική θεωρία δεν μπόρεσε να αποτελέσει τη βάση για μια «υγιή» οικονομία. Επί σειρά ετών, στη σύγχρονη οικονομική θεωρία επικρατούσε, λανθασμένα, όπως τείνει να αποδειχθεί, η δαρβινική αντίληψη, ότι η οικονομία, κατ’ αντιστοιχία της φύσης, πρέπει να βασίζεται στην αρχή της κυριαρχίας και στην αρχή της «προόδου». Στις μέρες μας όμως, τα προβλήματα της ώριμης φιλελεύθερης οικονομίας αποδεικνύουν ότι οι ολιγοπωλιακές τάσεις της διεθνούς αγοράς… κάνουν αβέβαιο το μέλλον του καπιταλισμού. Eνώ τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών διογκώνονται, 89 χώρες βρίσκονται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από το 1990 (Rifkin, 2006). Ο μύθος της οικονομικής προόδου που κυριάρχησε για περισσότερο από δύο αιώνες, κι καθιέρωσε το περιβόητο μότο “grow or die”, των οικονομολόγων της Wall Street δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαιώνιση του Βακωνικού ιδεώδους του διαφωτισμού, μια προβολή, της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και των δικών μας ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων πάνω στη φύση. Κατ’ αρχάς θεωρήσαμε ότι η φύση είναι ανταγωνιστική και στη συνέχεια οικοδομήσαμε μια οικονομική θεωρία καθ’ ομοίωση της φύσης.

Ξαναδιαβάζοντας σήμερα το φυσικό μοντέλο, βλέπουμε ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να ερμηνεύσει κανείς τη λειτουργία της φύσης. Σε αντίθεση με τον Δαρβίνο, που επικαλείται μια συγκρουσιακή φυσική κατάσταση κατά την οποία επικρατούν τα ισχυρότερα είδη, η σύγχρονη βιολογία διαπιστώνει, πως στη πραγματικότητα, η επιβίωση ενός οικοσυστήματος δεν εξαρτάται από την κυριαρχία του ισχυρότερου, αλλά από τη βιοποικιλότητα (Trager, 1970). Στη φύση, ακόμα κι ο φαινομενικά πιο αδιάφορος οργανισμός είναι σημαντικός. Γι αυτό και τα οικοσυστήματα της ερήμου, που είναι φτωχά σε αριθμό ειδών, καταρρέουν. Επιπλέον, η ιεραρχία, που έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι υπάρχει στη φύση, είναι θεσμικό και κοινωνικό φαινόμενο και όχι βιολογικό (Bookchin, 2000). Τα λιοντάρια δεν είναι «βασιλιάδες» των ζώων ούτε τα μυρμήγκια «ταπεινοί» εργάτες. Η φύση δεν είναι ιεραρχική και δεν χαρακτηρίζεται από ισχυρούς και παρίες. Τα πάντα στην φύση είναι συμπληρωματικά και το φαινομενικά πιο αδύναμο με τα ανθρώπινα μέτρα μπορεί να αποδειχθεί πανίσχυρο. Επανερμηνεύοντας λοιπόν τη φύση, θα λέγαμε ότι η βιοποικιλότητα που είναι απαραίτητη για την διατήρηση των οικο-συστημάτων, είναι απαραίτητη και για την διατήρηση της οικο-νομίας. Με αυτή την έννοια, η υιοθέτηση «κανόνων» στο επιχειρηματικό παιχνίδι του ανταγωνισμού (και της αγοράς γενικότερα), δεν επιβάλλεται από ηθική αναγκαιότητα, αλλά από οντολογική. Αν «ο νικητής τα παίρνει όλα» το παιχνίδι κάποτε θα τελειώσει. Για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις πρέπει να διαφυλάξουν την ύπαρξη της αγοράς, η οποία περικλείει επιχειρήσεις, εργαζόμενους, μετόχους, καταναλωτές κλπ. Αυτό προϋποθέτει μια «κανονική» λειτουργία. Η «κανονικότητα» αυτή δεν έχει να κάνει με την ηθική, αλλά με την υιοθέτηση «κανόνων» του παιχνιδιού, που μοιάζουν περισσότερο με fair play, παρά με ηθικές αρχές.

Παρότι την αναγκαιότητα της διατήρησης της αγοράς υπογραμμίζουν και οι υποστηρικτές της επιχειρησιακής ηθικής, προτάσσοντας ένα επιχείρημα του τύπου «για να υπάρχει αγορά πρέπει να υπάρχουν συναλλαγές, οι συναλλαγές πρέπει να διέπονται από ηθικούς κανόνες, συνεπώς οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για την ύπαρξη της αγοράς πρέπει να υιοθετούν ηθικούς κανόνες» (Michalos, 1995) εντούτοις τους διαφεύγει τόσο ο παιγνιώδης χαρακτήρας του επιχειρείν όσο και η αδυναμία θεμελίωσης μιας επιχειρησιακής ηθικής για τους λόγους που δείξαμε παραπάνω.

Το άτοπο της «επιχειρησιακής ηθικής» καθώς και τον παιγνιώδη χαρακτήρα του επιχειρείν, τόνισε, προφητικά, το 1968, ο Albert Carr στο άρθρο του στο Harvard Business Review. Ο Carr, υιοθετώντας μια για πολλούς αιρετική και κυνική θέση, υποστήριξε ότι στην επιχειρηματική δράση μπορεί να χρησιμοποιηθούν, και χρησιμοποιούνται κατά κόρον, ψέματα, μπλόφες, και «ιδιαίτερες» στρατηγικές, οι οποίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά, όπως δεν μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά ένας παίκτης του πόκερ, ο οποίος μπλοφάρει. Οι στρατηγικές αυτές που χρησιμοποιούνται στο επιχειρησιακό παιχνίδι, δεν αντανακλούν την ηθικότητα των παικτών. Όπως ένας συνήγορος υπεράσπισης προσπαθεί να αθωώσει τον κατηγορούμενο χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές, έτσι και οι επιχειρήσεις δρουν, εφαρμόζοντας στρατηγικές για να επιτύχουν τον τελικό τους σκοπό. Το επιχειρηματικό παιχνίδι, όπως και κάθε παιχνίδι, υπογραμμίζει ο Carr, το διέπουν κανόνες, τους οποίους οι παίκτες πρέπει να σέβονται και να ακολουθούν, αλλά οι κανόνες των παιχνιδιών δεν είναι ηθική. Ακολουθώντας τους κανόνες του παιχνιδιού, δεν σημαίνει ότι ακολουθείς απαραίτητα τις κοινωνικές ηθικές αρχές, ούτε παραβαίνοντας τις ηθικές αρχές σημαίνει απαραίτητα ότι παραβιάζεις τους κανόνες του παιχνιδιού (Carr, 1968).

Ως παιχνίδι λοιπόν το επιχειρείν, διέπεται (ή θα έπρεπε να διέπεται) από κάποιους κανόνες, όρους και προϋποθέσεις. Η αγορά για παράδειγμα, αποτελεί το «αναγκαίο» περιβάλλον στο οποίο «δρουν» και «αναπτύσσονται» οι επιχειρήσεις, δηλαδή όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό. Ο ανταγωνισμός και το οικονομικό κέδρος είναι ο σκοπός του παιχνιδιού. Το περιβάλλον της αγοράς αποκτά νόημα από την δραστηριότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες λαμβάνουν μέρος στο «παιχνίδι» του ανταγωνισμού. Χωρίς αυτό το παιχνίδι, χωρίς δηλαδή την αλληλεπίδραση των μερών, η ίδια η αγορά, χάνει την εγγενή της αξία (Rifkin, 2001). Χωρίς αγορά, δεν υπάρχουν επιχειρήσεις, και χωρίς επιχειρήσεις ή επιχειρηματικότητα, δεν έχει νόημα, αυτό που ονομάζουμε αγορά. Για την διαφύλαξη λοιπόν τόσο της επιβίωσης των επιχειρήσεων όσο και της ίδιας της αγοράς, είναι απαραίτητη η συνέχιση αυτού του «παιχνιδιού». Για να συνεχίζεται το παιχνίδι, είναι αναγκαίο να συμβαίνουν κάποια πράγματα, όπως το να υπάρχουν αντίπαλοι ή να υπάρχουν καταναλωτές. Το αίτημα της συνέχισης του παιχνιδιού κάνει επιτακτική την υιοθέτηση και τον σεβασμό των κανόνων του.

Οι επιχειρήσεις, η αγορά, οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές, είναι αυτό που ο Wittgenstein ορίζει ως αναγκαίες προϋποθέσεις (Hudson, 1978) χωρίς τις οποίες το «παιχνίδι» (το επιχειρησιακό παιχνίδι εν προκειμένω) θα ήταν οντολογικά αδύνατο. Όπως το παιχνίδι του ποδοσφαίρου θα μπορούσε να υιοθετεί, σε διάφορες εποχές, διαφορετικούς επί μέρους κανόνες (όπως π.χ. την ύπαρξη ή όχι offside, την αλλαγή αναπληρωματικών παικτών, ή τον καθορισμό των περιπτώσεων φάουλ κλπ) αλλά δεν θα μπορούσε να αλλάξει τα εγγενή οντολογικά του χαρακτηριστικά που είναι το γήπεδο, τα τέρματα, κλπ (Πελεγρίνης, 1986), ως αναγκαίες προϋποθέσεις, έτσι και το παιχνίδι του επιχειρείν, μπορεί να υιοθετεί και να αλλάζει τους επί μέρους κανόνες, δεν μπορεί να αλλάξει όμως, τις προϋποθέσεις που το κάνουν να διατηρεί την οντολογική του υπόσταση.

Οι δράσεις αυτού που λέμε «αθέμιτος» ανταγωνισμός, τις περισσότερες φορές αφορούν δράσεις μεγάλων επιχειρήσεων που στοχεύουν στην ισχυροποίηση της θέσης τους στην αγορά και στην συρρίκνωση ή και εξαφάνιση των μικρών επιχειρήσεων παραβιάζοντας τους κανόνες ή τους όρους του παιχνιδιού. Οι δράσεις αυτές έχουν συχνά, ως δυνάμει στόχο, την κατίσχυση έναντι των πάντων και την εγκαθίδρυση ενός μονοπωλίου. Το μονοπώλιο όμως αυτό, θα έβαζε τέλος στο παιχνίδι, αφού θα άλλαζε τα οντολογικά του χαρακτηριστικά, τροποποιώντας τις αναγκαίες προϋποθέσεις, που είναι ο ανταγωνισμός, η αγορά κλπ. Αντίθετα, ο υγιής ανταγωνισμός, που αφήνει χώρο στις μικρές επιχειρήσεις να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, συμβάλει στη συνέχιση του παιχνιδιού επ’ αόριστον. Αυτό δεν είναι «ηθική» επιλογή αλλά μια αναγκαία επιλογή.

Για να γίνει κατανοητή η επιτακτικότητα του fair play, θα χρησιμοποιήσω, αντίστροφα ένα κλασσικό παράδειγμα από τη θεωρία των παιγνίων. Το παράδειγμα είναι γνωστό ως το δίλημμα των φυλακισμένων (Βέικος, 1987).

Σύμφωνα με το δίλημμα, υπάρχουν δύο φυλακισμένοι, Α και Β, που δεν έχουν επικοινωνία μεταξύ τους και κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Ο διευθυντής των φυλακών κάνει την ίδια πρόταση στον καθένα ξεχωριστά:
«Έχεις τις εξής επιλογές με τις ακόλουθες συνέπειες»:

1. Αν καταδώσεις εσύ τον άλλο και ο άλλος δεν καταδώσει εσένα, εσύ θα αφεθείς ελεύθερος και θα πάρεις ένα εκ. €, ενώ ο άλλος θα κρεμαστεί.

2. Αν εσύ δεν τον καταδώσεις και ο άλλος σε καταδώσει, τότε αυτός θα είναι ελεύθερος και πλούσιος ενώ εσύ θα πεθάνεις.

3. Αν καταδώσετε ο ένας τον άλλο, τότε θα μείνετε και οι δύο 10 χρόνια φυλακή. Κανείς δεν θα κρεμαστεί και κανείς δεν θα πάρει λεφτά.

4. Αν κανένας δεν καταδώσει τον άλλο τότε είσαστε και οι δύο ελεύθεροι αλλά χωρίς κανένα χρηματικό όφελος.

Ενώ η συμφέρουσα πρόταση είναι πασιφανώς η τέταρτη, η ανασφάλεια των φυλακισμένων τους οδηγεί συνήθως να ακολουθήσουν την τρίτη λύση φοβούμενοι μην βρεθούν στη κρεμάλα.

Αναλογικά με το δίλημμα των φυλακισμένων τίθεται το δίλημμα του «αθέμιτου ανταγωνισμού» (βλέπε σχήμα):
1. Αν εσύ κάνεις αθέμιτο ανταγωνισμό και ο άλλος ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, εσύ θα κερδίσεις, ο άλλος θα αφανιστεί, και το παιχνίδι κάποτε θα τελειώσει.

2. Αν εσύ ακολουθείς τους κανόνες και ο άλλος κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό θα συμβεί το αντίθετο, με αποτέλεσμα πάλι το τέλος του παιχνιδιού.

3. Αν κάνετε και οι δύο αθέμιτο ανταγωνισμό τότε θα είστε «καταδικασμένοι» σε «δαπανηρό» πόλεμο, κανείς δεν είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει και πιθανά το παιχνίδι να τελειώσει λόγω καταστροφής των αντιπάλων.

4. Αν παίζετε και οι δύο «έντιμα» το παιχνίδι τότε θα αποκομίσετε μικρότερα κέρδη αλλά θα διασφαλίσετε την ισορροπία της αγοράς και τη συνέχιση του παιχνιδιού.

Σύμφωνα με το παράδειγμα, οι επιχειρήσεις δεν θα έπρεπε να οδηγούνται στην υιοθέτηση του fair play επειδή είναι ηθικό. Θα έπρεπε να οδηγούνται σε αυτό γιατί είναι ασφαλές, επικερδές και συμφέρον. (French, 1995)

Η εμπλοκή τους σε έναν ανταγωνισμό με αμφίβολους κανόνες, ή με κανόνες οι οποίοι παραβιάζονται, είναι αυτό που συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η ορθολογική (για το δίλημμα των φυλακισμένων) επιλογή της τρίτης δηλαδή λύσης, η λύση του unfair ανταγωνισμού, έχει οδηγήσει την αγορά στη κατάσταση που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια, βάζοντας τον καπιταλισμό σε σκληρή δοκιμασία (Rifkin, 2005). Το unfair play είναι «δαπανηρό» και ατελέσφορο. Η μεγάλη διαφορά με το δίλημμα των φυλακισμένων είναι, ότι στο δίλημμα του αθέμιτου ανταγωνισμού η επιλογή του unfair play και από τους δυο αντιπάλους θα έχει ως αποτέλεσμα την χειρότερη έκβαση του παιχνιδιού και για τους δυο. Η εκδίκηση έχει κόστος. Σε ένα σύστημα συμπληρωματικό, δεν μπορώ να ζημιώσω κάποιον, χωρίς να ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. (Danielson 1993 ˙ French 1995).

Τι σημαίνει αυτό τελικά; Σημαίνει ότι παρόλο που οι επιχειρήσεις λειτουργούν με σκοπό το κέρδος, και παρότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ηθικά πρόσωπα, εάν θέλουν να συνεχίσουν το παιχνίδι του επιχειρείν, αν θέλουν δηλαδή να υπάρχουν μέσα σε μια «βιώσιμη» αγορά, τέτοια που θα επιτρέπει την δράση τους και την οντολογική τους υπόσταση, θα πρέπει να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά, που δεν θα είναι μεν «ηθική» συμπεριφορά, αλλά θα διέπεται από ένα πνεύμα «έντιμου παιχνιδιού». Ενός «καθαρού» παιχνιδιού, που θα επιτρέπει την βιωσιμότητα των υπολοίπων επιχειρήσεων όχι γιατί η εξόντωσή τους είναι «ανήθικη», αλλά διότι η επιβίωσή τους είναι απαραίτητη και αναγκαία για την συνέχιση αυτού του παιχνιδιού.

Μ’ αυτή την έννοια, ένα γενικό πλαίσιο κανόνων «καθαρού» παιχνιδιού είναι επιτακτικό και αναγκαίο, αν συμφωνεί κανείς, ότι η αγορά, οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι, οι μέτοχοι, οι καταναλωτές κλπ, δηλαδή όλοι οι αναγκαίοι όροι που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι του «επιχειρείν» θέλουμε να παραμείνουν σε ισχύ. Αυτό δεν αποκλείει στη κάθε επιχειρησιακή οντότητα να διαμορφώσει επιπρόσθετα ένα δικό της, επιμέρους σύστημα αρχών, το οποίο θα δημοσιοποιούσε και σύμφωνα με το οποίο θα διαφοροποιούνταν και θα αξιολογούνταν οι δράσεις της._



Βιβλιογραφικές Αναφορές:

(I) Στην Αγγλική:
Bentham, J. (1830). An Introduction to the Principles of Morals and Legislation. London: Athlone Press 1970
Beversluis, H.E. (1987). Is there “no such thing like business ethics”?. Journal of Business Ethics, 6, 2.
Bowie, Ν.E. (1999). Business Ethics: A Kantian Perspective. Oxford: Blackwell.
Carr, Α. (1968). Is Business Bluffing Ethical?. Harvard Business Review, 46, 1, pp143-153
Danielson, P. (1992). Artificial Morality. London
Fassin, Y. (2005). The Reasons Behind Non Ethical Behavior in Business and Entrepreneurship. Journal of Business Ethics, 60, 3.
French, P.A. (1995). Corporate Ethics. New York: Harcourt Brace Publishers.
Friedman, M. (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
Friedman, M. (1970). The Social Responsibility of Business is to Increase Its Profits. New York Times 1970. περιλαμβάνεται στο: Green, R M. (1994). The Ethical Manager. NY: Macmillan.
Green, R M. (1994). The Ethical Manager. NY: Macmillan.
Hudson W.D.(1978). Language- Games and Presuppositions. Philosophy, 53,1
Macintyre, A. (1981). After Virtue. London: Duckworth.
Marcoux, A.M. (2000). Business Ethics Gone Wrong. http://www.cato.org, σε επίσκεψη την 5η Απριλίου 2007
Matthews J. B., Goodpastor K. E., & Nash L. (1985). Policies and Persons: A casebook in business ethics. New York: McGraw Hill.
Michalos, C. A. (1995). A Pragmatic Approach to Business Ethics. Thousand Oaks Canada: Sage.
Mill, J.S. (1860). Utilitarianism. επανέκδοση (1970)London: Fontana Library of Philosophy.
Smith, A. (1776). The Wealth of Nations.
Trager, W. (1970). Symbiosis. New York: Van Nostrund Reinhold Co.
Weiss, W. J. (2003). Business Ethics: A stakeholder and Issues Management Approach. Bentley: Thomson.

(ΙΙ) Στην Ελληνική:
Βέικος, Θ. (1987). Ειρήνη και Πόλεμος. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Bookchin, M. (2000). Κοινωνική Οικολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος.|
Kant, Ι. (1785). Grundlegung zur Metaphysik der Sitten. Ελλ. Εκδ., (1984). Τα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών. Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη.
Keynes, Μ. Τ. (1936). Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος. ελλ. εκδ. (2005) Αθήνα: Παπαζήση.
Πελεγρίνης, Θ. (1986). Η θεμελίωση του ηθικού βίου. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Πελεγρίνης, Θ. (1997). Ηθική Φιλοσοφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πελεγρίνης, Θ. (2004). Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Rifkin, J. (2001). Η Νέα εποχή της Πρόσβασης. Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη
Rifkin, J. (2006). Το μέλλον του καπιταλισμού σε σκληρή δοκιμασία. Το ΒΗΜΑ. 2/7/2006 (αναδημοσίευση από The Guardian 2006)


Top