Η Λαϊκή Βία, ο Foucault και η Επέλαση των Βαρβάρων*
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Η αποδοκιμασία της βίας που εμπεριέχεται στην ίδια την έννοια της (ως μια δύναμη που κατευθύνεται ενάντια σε κάτι ή συγκρούεται με κάτι) κρύβει μια κανονιστική διάσταση η οποία είναι παρασκευαστή και όχι αυταπόδεικτη. Αυτό που επιχειρώ να εξηγήσω σε αυτό το άρθρο είναι το λογικό σφάλμα το οποίο κρύβεται πίσω από τις πράξεις βίας και όχι η ηθική της αξιολόγηση.
Keywords: Foucault, violence, terrorism
Γούναρης, Α. (2012). Η Λαϊκή Βία, ο Foucault και η Επέλαση των Βαρβάρων. Πρώτη δημοσίευση koutipandoras.gr. Ανακτήθηκε 12/2/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/foucault-and-the-barbarian-invasions/
«…Για να μπορέσουν να αναπτυχθούν δεσμοί [με το πλατύτερο μαζικό κίνημα] πρέπει οι ενέργειές μας να είναι κατανοητές και να προκαλούν την συμπάθεια των πλατιών λαϊκών στρωμάτων… Κι ακόμα παραπέρα [επιτυγχάνοντας] δυσφορία, τότε όχι μόνο σύνδεση δεν θα επιτευχθεί αλλά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πετύχει το καθεστώς, αυτό που δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να πετύχει και που θα ήθελε πολύ, δηλαδή μια κάποια λαϊκή συναίνεση ενάντια στη λαϊκή βία. Κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που πρέπει να εγκαταλειφθούν το γρηγορότερο αυτές οι ενέργειες…
…Γίνεται όμως ολοκάθαρο γιατί διαλέγονται αυτές οι ενέργειες: όχι για πολιτικούς λόγους όπως λέγεται στα κείμενα [των προκηρύξεων] αλλά για καθαρά πρακτικούς λόγους, για λόγους ευκολίας. Κι έτσι αντί ν’ αναπτυχθούμε οργανωτικά για να μπορέσουμε να κάνουμε τις σωστές πολιτικά ενέργειες που δεν μπορούμε να κάνουμε σήμερα, κάνουμε το αντίθετο: διαλέγουμε ενέργειες βολικές κι εύκολες, χωρίς να εξετάζουμε αν είναι σωστές πολιτικά κι επινοούμε διάφορες φράσεις: ό,τι δεν μπορούμε ν’ απαλλοτριώνουμε θα το καταστρέφουμε. Βαφτίζουμε και τα προϊόντα άχρηστα, για ψεύτικες ανάγκες χωρίς να βλέπουμε ότι κολυμπάμε στην πλήρη αυθαιρεσία κι ότι καταλήγουμε στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουμε…
… Όχι μόνο δεν κάνουμε τίποτα, όχι μόνο δεν προσπαθούμε να κάνουμε, αλλά πάμε και καίμε τα [καταστήματα και τα] σούπερ μάρκετ ή τον τουρισμό και λέμε με φανφαρονισμό ότι «προωθούμε τη λαϊκή βία». Είναι συνάμα ηλίθιο και γελοίο. Είναι σα να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Ηλίθιο γιατί δεν «προωθούμε» αλλά ζημιώνουμε την υπόθεση της λαϊκής βίας όπως είπαμε και γελοίο γιατί προσπαθούμε να κρύψουμε την πολιτικοϊδεολογική οργανωτική, υλική- επιχειρησιακή μας αδυναμία και ανεπάρκεια που όλος ο λαός βλέπει κατάφατσα, αφού δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε τίποτα μπρος σ’ αυτό το επιταχτικό αίτημα, με άλλες λαθεμένες ενέργειες. Κι αυτή η αδυναμία, δεν είναι δυνατό να κρυφτεί με κανένα πυροτέχνημα, καμιά ενέργεια δήθεν “αυτόνομη” ή κοινωνικού περιεχομένου…»
Τα παραπάνω μοιάζουν με αποσπάσματα από επίκαιρο σχόλιο κάποιου μετριοπαθούς αριστερού, που καταδικάζει τις πρόσφατες καταστροφές της 12ης Φεβρουαρίου 2012, αλλά έχει γραφτεί πριν από 31 χρόνια, τον Μάιο του 1981 από τον συντάκτη της προκήρυξης της Επαναστατικής (Τρομοκρατικής) Οργάνωσης 17 Νοέμβρη με τίτλο: «Γιατί είμαστε υπέρ της λαϊκής βίας αλλά αντίθετοι στους εμπρησμούς των πολυκαταστημάτων Μινιόν -Κατράτζου», που απεστάλη τότε σε αθηναϊκές εφημερίδες.
Τι δεν έχουν καταλάβει από τότε μέχρι σήμερα αυτοί που συνεχίζουν να εφαρμόζουν χουλιγκανικές πρακτικές εξ’ ονόματος μιας λαϊκής εξέγερσης; Προφανώς δεν έχουν καταλάβει μια σειρά από αυτονόητες παραδοχές αλλά και κάποια επιχειρήματα που προαπαιτούν μια στοιχειώδη νοημοσύνη.
Τα αυτονόητα είναι λίγο πολύ αυτά που περιγράφει με νηφαλιότητα ο συντάκτης της συγκεκριμένης προκήρυξης. Ότι δηλαδή:
- Οι πράξεις λαϊκής βίας πρέπει να έχουν ευρεία λαϊκή αποδοχή διότι αλλιώς επιτυγχάνεται το αντίθετο αποτέλεσμα κατασκευάζοντας μεγαλύτερη συναίνεση για μεγαλύτερη καταστολή.
- Η καταστροφή εύκολων στόχων (όπως τα σινεμά, οι καφετέριες, τα βιβλιοπωλεία, τα καταστήματα) φανερώνει ανικανότητα, προχειρότητα, τζάμπα μαγκιά και αυθαιρεσία, αλλά προπάντων…
- Φανερώνει ιδεολογικό και πολιτικό έλλειμμα, ανεπάρκεια οργανωτική και επιχειρησιακή και έλλειψη σοβαρότητας.
- Το κριτήριο για την επιτυχία ή την αποτυχία μιας λαϊκής επαναστατικής πράξης θα πρέπει να είναι ο πολιτικός αντίκτυπος της πράξης αυτής στα πλατιά στρώματα του λαού και όχι ο απολογισμός των υλικών ζημιών που θα προκληθούν ακόμα κι αν αυτές είναι σωστά στοχευμένες.
- Οι στόχοι των πράξεων λαϊκής βίας θα πρέπει να είναι καθολικά αποδεκτοί από τα λαϊκά στρώματα και να μην χρειάζονται επεξηγήσεις για την αναγκαιότητα επίτευξής τους ούτε φυσικά να εγείρουν αμφιβολίες.
- Τα κυριότερα θύματα τέτοιων καταστροφικών ενεργειών είναι πρωτίστως οι εργαζόμενοι στα καταστήματα αυτά καθώς και οι μικρομεσαίοι καταστηματάρχες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην οικονομική κρίση.
Δεν θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω κατά της βίας και υπέρ μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας, διότι θεωρώ ότι κάθε μορφή άσκησης εξουσίας όπως και κάθε μορφή διαμαρτυρίας, ανυπακοής και αντίστασης, εμπεριέχει εγγενώς την μια ή την άλλη μορφή βίας. Βία δεν είναι μόνο το να σπας στο ξύλο κάποιον ή το να σπας μια τζαμαρία. Εκτός από την σωματική βία, υπάρχει και η συναισθηματική βία -ο εκφοβισμός- η ψυχολογική βία -η ανασφάλεια της επιβίωσης- η ηθική βία της σύγκρουσης ή της παραβίασης των αρχών μας αλλά και άλλες μορφές βίας όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, η απομόνωση, ο ρατσισμός, ο εκβιασμός και τα εκβιαστικά διλήμματα, οι απειλές, η οικονομική εκμετάλλευση και η κατάχρηση της πλεονεκτικής θέσης, ο εξαναγκασμός κλπ κλπ. Η ίδια η καταπολέμηση της βίας είναι μια πράξη που προϋποθέτει σύγκρουση και συνεπώς βία. Ακόμα και οι θεωρίες «μη βίας» -τύπου Ghandi- επιτυγχάνουν την αποκήρυξη της σωματικής βίας, αλλά οι τεχνικές εφαρμογής τους περιλαμβάνουν ανυπακοή και δράσεις «μη συνεργασίας» που αντιτίθενται και συγκρούονται έμμεσα με την άλλη πλευρά. Η βία είναι κάτι που υπάρχει στη φύση και βρίσκεται διάχυτη στην κοινωνική δομή και στην καθημερινότητα και δεν υπάρχει λόγος να την αρνούμαστε εξωραΐζοντας την πραγματικότητα. Η αποδοκιμασία της βίας που εμπεριέχεται στην ίδια την έννοια της βίας (ως μια δύναμη που κατευθύνεται ενάντια σε κάτι ή συγκρούεται με κάτι) κρύβει μια κανονιστική διάσταση η οποία είναι παρασκευαστή και όχι αυταπόδεικτη. Πρόκειται δηλαδή για μια έννοια που φορτίζεται με αρνητικό αξιολογικό πρόσημο χάριν μιας επιθυμητής ηθικής στάσης η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να καθολικοποιηθεί αλλά είναι εν πολλοίς και αυθαίρετη.
Εκείνο που θα προσπαθήσω να εξηγήσω περιληπτικά δεν είναι η ηθική διάσταση αλλά το ανόητο της συγκεκριμένης μορφής βίας –της βίας που στρέφεται κατά πολιτισμικών και κοινωνικών συμβόλων (μαζικής κουλτούρας και καταναλωτισμού, όπως τα ονομάζουν)- διότι εκτός από τους παραπάνω «εμπειρικούς» λόγους στρέφεται και κατά της λογικής, υποπίπτοντας σε νοητικό σφάλμα.
Το σφάλμα ξεκινάει από την ιδέα της «κατοχής» της εξουσίας και αναδεικνύεται πρωτίστως από τον Foucault. Κατ’ αυτήν την έννοια, η εξουσία δεν είναι κάποιο προνόμιο που κατέχεται αλλά αποτελεί ένα πλέγμα σχέσεων στο οποίο όλοι συνυπάρχουμε. Αυτό σημαίνει ότι η εξουσία δεν επιβάλλεται έξωθεν και άνωθεν, από την βουλή, από την ευρωπαϊκή ένωση ή από τις αγορές, προς μια συγκροτημένη λαϊκή τάξη, αλλά συνυπάρχει, την διαπερνάει και την αποδιαρθρώνει, διαχέεται μέσα της και γίνεται συστατικό στοιχείο ενός πλέγματος σχέσεων που συνεχώς «εξυφαίνεται». Για τον Foucault λοιπόν η εξουσία είναι ακριβώς αυτό το πλέγμα των δυναμικών σχέσεων που αλληλεπιδρούν, διέπονται από σκοπούς και στόχους, αλλά δεν έχουν συγκεκριμένο υποκείμενο από το οποίο πηγάζουν. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό όταν μπορέσουμε να απαλλαγούμε από την μαρξιστική αντίληψη του κράτους ως εξουσιαστικού υποκειμένου, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του τύπου «το κράτος είμαι εγώ», και να σκεφτούμε το κράτος ως μια δικτυόμορφη οργάνωση χωρίς κεντρικό πυρήνα, όπου στην άσκηση της εξουσίας εμπλέκονται όλες οι σχέσεις των μελών της κοινωνίας, ως σχέσεις εξουσιαστών – εξουσιαζόμενων.
Σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων, η εξουσία δεν είναι συγκεντρωμένη σε ένα ή σε μερικά πρόσωπα, ούτε εκφράζεται από ένα ή μερικά σύμβολα. Ο ίδιος ο εξουσιαζόμενος σε μια σχέση, είναι εξουσιαστής σε μια άλλη και η ίδια η αντίσταση ή η βία επικυρώνει την πράξη που την προκαλεί. Ο εμπρηστής εν προκειμένω ενός συμβόλου -πχ. ενός κτηρίου- γίνεται ο ίδιος εξουσιαστής του συμβόλου αυτού. Καταστρέφοντάς το δεν στρέφεται κατά του Κράτους ή της αστικής τάξης, απλώς ασκεί από την πλευρά του κι εξίσου αυθαίρετα και καταχρηστικά μια εξουσία μέσα στο ίδιο πλέγμα των σχέσεων στο οποίο ανήκει. Στην πραγματικότητα συντηρεί και υποκλίνεται στο ίδιο σύστημα αξιών το οποίο θέλησε να καταπολεμήσει.
Η αντίληψη του Κράτους ως εξουσιαστικού υποκειμένου, και του κτηρίου ως συμβόλου, λοιπόν, δεν είναι παρά λογικό σφάλμα, που οφείλεται σε αυτήν ακριβώς την σύγχυση μεταξύ [α]της εξουσίας ως προνόμιο που κάποιος κατέχει και [β] της εξουσίας ως πλέγμα σχέσεων στο οποίο όλοι ανήκουμε. Η εξουσία είναι διάχυτη μέσα στην κοινωνία και φτάνει μέχρι την ιδιωτική και συναισθηματική ζωή όλων μας μέσω ενός μηχανισμού έξεων.
Ο κινηματογράφος, το βιβλιοπωλείο, το κατάστημα δεν αποτελούν σύμβολα μιας εξουσιαστικής μηχανής ή μιας αστικής τάξης αλλά είναι χώροι που οι άνθρωποι, ο πολιτισμός, οι σχέσεις «εξυφαίνονται». Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να δράσουμε δημιουργικά και να αλλάξουμε αυτήν την ίδια την διαδικασία πλέξης των σχέσεων και τους συσχετισμούς της. Αλλιώς, πράξεις σαν τις χθεσινές, χωρίς κανένα απολύτως νόημα, α-νόητες, διανοητικά εσφαλμένες και πρακτικά ατελέσφορες, αντί να αλλάξουν, ενισχύουν τους συσχετισμούς εξουσίας και καθίστανται το ίδιο αποτελεσματικές όσο και οι συγκρούσεις στα ποδοσφαιρικά γήπεδα.
*Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τα γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου 2012 και την καταστροφή ιστορικών κτηρίων, κινηματογράφων, βιβλιοπωλείων και καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας.