Wittgenstein: Διάλεξη Περί Ηθικής: Οι επιρροές από τον Paul Ernst
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Στο δοκίμιο επιχειρείται η διασάφηση της έννοιας της απόλυτης αξίας όπως την εννοεί ο Wittgenstein στην Διάλεξη Περί Ηθικής και παράλληλα εξετάζονται οι ενδεχόμενες επιρροές του από τον θεωρητικό της λογοτεχνίας Paul Ernst.
Keywords: Wittgenstein, Ernst, ethics, values
Γούναρης, Α. (2005). Wittgenstein: Διάλεξη Περί Ηθικής: Οι επιρροές από τον Paul Ernst . Ανακοίνωση ΜΠΗΦ, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανακτήθηκε 30/01/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/wittgenstein-the-influence-of-paul-ernst/
Ξεκινώντας την Διάλεξή Περί Ηθικής (που δόθηκε ανάμεσα στα τέλη του 1929) ο Wittgenstein λέει ότι «στην αρχή σκέφτηκα, μια και μου δόθηκε η ευκαιρία να σας μιλήσω, καλό θα ήταν να σας μιλήσω για κάτι που επείγομαι να ανακοινώσω...»... Παρ’ ότι στη συνέχεια λέει ότι «τελικά αποφάσισα να σας μιλήσω για ένα θέμα που μου φαίνεται πως είναι σημαντικό για τον καθένα...», η αρχική του πρόθεση δεν είναι σίγουρο ότι παραμερίστηκε. Τι ήταν αυτό που επείγονταν να ανακοινώσει; Στα 2 – 3 επόμενα χρόνια στις ομιλίες του στο Cambridge το θέμα των πολλών γλωσσικών παιχνιδιών και των διαφορετικών κανόνων που τα διέπουν, είναι κυρίαρχο.
Ο Wittgenstein της ύστερης περιόδου (από το 1931 και μετά, εν συντομία Wittgenstein[2]) θεωρεί ότι η γλώσσα έχει δημόσιο και όχι ιδιωτικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι παρασύρονται στην ιδέα ότι η γλώσσα μπορεί να έχει ιδιωτικό νόημα επειδή συγχέουν τις ψυχολογικές καταστάσεις με τις λέξεις που χρησιμοποιούν για να τις δηλώσουν (Πελεγρίνης, 1997: 419). Ένα περίπου χρόνο μετά τη διάλεξη του (6 Μαΐου ’31) ο Wittgenstein στα σημειωματάριά του γράφει: «η ηθική πρόταση είναι προσωπική υπόθεση κι όχι διαπίστωση κάποιου γεγονότος. Είναι κοντά σε ένα επιφώνημα θαυμασμού...» Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ψυχολογικός, προσωπικός, αλλά και ταυτόχρονα κοινός (για όσους έχουν την ίδια αντίληψη) χαρακτήρας της ηθικής γλώσσας, εμφανίζεται ξεκάθαρα στην διάλεξη περί ηθικής. Η εμπειρία της απόλυτης ασφάλειας, το αίσθημα της ενοχής, ο θαυμασμός για την ύπαρξη του κόσμου, φανερώνει σε αυτούς που τα αισθάνθηκαν μια εγγενή, απόλυτη αξία. Ο ρόλος της φιλοσοφίας για τον Wittgenstein[2] είναι μια διαδικασία θεραπείας λαθών, και γκρεμίσματος μύθων που προέρχονται από την κακή χρήση της γλώσσας (Πελεγρίνης, ο.π. : 442). Η κακή χρήση των λέξεων στην ηθική και θρησκευτική γλώσσα τονίζεται στην διάλεξη περί ηθικής.
«Η χρήση μιας λέξης είναι όπως η χρήση ενός πιονιού σ’ ένα παιχνίδι: δεν μπορείς να καταλάβεις τη χρήση της βασίλισσας αν δεν καταλαβαίνεις τη χρήση των άλλων πιονιών...» λέει κάπου ο Wittgenstein (Κωβαίος: 2000: 116). Η διαφορά της «απολυτότητας» του ηθικού αισθήματος του Τractatus, με την «απόλυτη» αξιολογική κρίση της «Διάλεξης Περί Ηθικής» είναι ορατή. Η χρήση της λέξης «απόλυτο» στον Wittgenstein[1] έχει υπερβατικό και μυστικό χαρακτήρα στηριγμένο στην «ενορασιακή» παράδοση αλλά και σε μια ολότητα γεγονότων που συνδέεται με μια «οικουμενική γλώσσα» άσχετα με τον αν το ηθικό μπορεί ή όχι να λεχθεί. Στη διάλεξη αλλά και στον Wittgenstein [2] το υπερφυσικό «απόλυτο» είναι συναρτημένο και με τις λέξεις του γλωσσικού παιχνιδιού. Το «απόλυτο» στον Wittgenstein [1] δεν είναι το ίδιο με το «απόλυτο» της «διάλεξης» και ούτε φυσικά με το «απόλυτο» στον Wittgenstein[2] που συναρτά τα πάντα με το νόημα που αποκτούν οι λέξεις κατά τη χρήση τους.
Αυτό είναι το κατάλληλο σημείο για να σημειώσουμε, τη σχέση του Wittgenstein μ’ έναν θεωρητικό της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα, τον Paul Ernst (1866 – 1933) τον οποίο στον... «κόσμο των γεγονότων», δεν είχε συναντήσει ποτέ.
Στις αρχές του ’31(ή στα τέλη του ’30) ένα περίπου χρόνο δηλαδή μετά την διάλεξη περί ηθικής ο Wittgenstein σημείωσε στο περιθώριο ενός τετραδίου του ( Nyiri, 1982 : 52 ) ένα σχόλιο για τον Ernst:
«Όταν εκδοθεί το βιβλίο μου πρέπει να αναφέρω στον πρόλογο τον Paul Ernst και τα παραμύθια των Grimm, τα οποία θα έπρεπε να είχα ήδη αναφέρει στο Tractatus ως πηγή για την παρανόηση της λογικής της γλώσσας». (Να σημειωθεί ότι ο Wittgenstein ήδη στο Tractatus αναφέρεται στα παραμύθια των Grimm στο 4.014).
Ο Paul Ernst προλογίζοντας την τρίτομη έκδοση για τα παραμύθια των αδελφών Grimm το 1910, αναφέρει:
«ο φορτωμένος με τις αμαρτίες αποδιοπομπαίος τράγος που απολύεται στην έρημο (λευιτικόν ιστ’) , είναι μια πλαστή εικόνα, μια παραβολή, όπως όλες οι πλαστές εικόνες τις φιλοσοφίας. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η φιλοσοφία «καθαρίζει» τη σκέψη από τις παρανοήσεις των μύθων, είναι δηλαδή μια διαδικασία θεραπείας λαθών».
Την ίδια ακριβώς έκφραση «διαδικασία θεραπείας λαθών» χρησιμοποιεί αργότερα και ο Wittgenstein. Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό ότι στην διάλεξη περί ηθικής αναφέρεται στα λάθη της θρησκευτικής γλώσσας και στη συχνή χρήση παραβολών.
Όμως, αυτή φαίνεται ότι δεν είναι η μόνη επίδραση που δέχτηκε ο Wittgenstein από τον Ernst. Το 1927 κυκλοφόρησε μια σειρά δοκιμίων του Ernst με τον τίτλο «Der Weg Zur Form», την οποία είναι πολύ είναι πιθανό, ο Wittgenstein να είχε διαβάσει πριν από την διάλεξη του στη λέσχη των αιρετικών.
Στα δοκίμια αυτά ο Ernst προβληματίζεται για τις λειτουργίες της ποίησης μέσα από τις «οργανικές» και «ανόργανες» μορφές της ζωής του ανθρώπου. To έργο του είναι ουσιαστικά μια απάντηση στον Spengler, που είχε διατυπώσει τότε, τη θέση ότι οι πολιτισμοί υπακούουν, σε μια κυκλική νομοτέλεια, εκφράζοντας την άποψη ότι γεννιούνται, ακμάζουν και πεθαίνουν όπως ακριβώς οι έμβιοι οργανισμοί (Πελεγρίνης, 2004 : 1207). Ο Ernst υποστηρίζει ότι τα προϊόντα του πολιτισμού και ο πολιτισμός δεν ακολουθεί νομοτελειακή πορεία, αλλά μεταλλάσσεται ανάλογα με τις συνθήκες [το ίδιο και η γλώσσα]. Παρατηρεί, συγκεκριμένα, ότι κάποιοι όροι, όπως οι όροι προσωπικότητα, εργασία, status, συγχωνεύουν την σύγχρονη σημασία τους, η οποία δεν είναι η ίδια σε κάθε εποχή. Η ζωή του ανθρώπου, όπως και οι έννοιες, δεν καθορίζονται αναγκαστικά από σταθερές συνθήκες [όπως πχ. η ζωή των μελισσών] αλλά αναμορφώνονται συνεχώς, ανάλογα με τις περιστάσεις (Nyiri, ο.π. : 52 – 53)... Έτσι, ο καθένας θα έπρεπε να αναζητά συνεχώς, από μόνος τους, αυτές τις νέες μορφές της ζωής και να μην παραμένει προσκολλημένος στις συντηρητικές μορφές που καθορίζει η άρχουσα τάξη.
Σ’ ένα δοκίμιο που περιλαμβάνεται στο «Der Weg Zur Form» ο Ernst αναφέρεται στην παγκόσμια «συνείδηση» και στον έγχρονο χαρακτήρα των λέξεων (Künne, 1996):
«Κάτι [μια λέξη πχ] που χρησιμοποιείται σήμερα σα πράγμα [σαν κάτι που υπάρχει] υπάρχει περίπτωση να έρθουν μια μέρα οι φιλόσοφοι και να πουν: «αυτό το πράγμα δεν υπάρχει». Και τότε αυτό που μέχρι τότε το χρησιμοποιούσαμε, παύει να υπάρχει. Οι άνθρωποι ακολουθούν την γενική κατεύθυνση που ορίζει η γλώσσα τους» (Ernst: 1928 : 401).
Αν ο Wittgenstein, που είναι δεδομένο ότι έχει σε μεγάλη εκτίμηση το έργο του Ernst αφού θέλει να αναφερθεί σ’ αυτόν στον πρόλογο του επόμενου βιβλίου του) είχε διαβάσει κι αυτό το έργο του Ernst (εκδόθηκε το 1927) πριν τη διάλεξη (το 1929), τότε η υπόθεση ότι ήδη προβληματιζόταν για την εγκυρότητα της «οικουμενικής γλώσσας» ενισχύεται.
Η θέση μου είναι ότι ο Wittgenstein στη «διάλεξη», δεν ήταν ο Wittgenstein του tractatus όπως υποστηρίζεται από τους περισσότερους αναλυτές.
Ένα ακόμα ερώτημα που προκύπτει είναι, πόσο «προσωπικό» και ενδεχομένως «υποκειμενικό», μπορεί να είναι το «απόλυτο» της «διάλεξης περί ηθικής»;
Ο Wittgenstein στις παραδόσεις του στο Cambridge, νιώθει άβολα με την υποκειμενικότητα και προσπαθεί να την δικαιολογήσει.
«Όταν βλέπουμε το κάθε τι που ξέρουμε και που μπορούμε να πούμε για τον κόσμο σα να εξαρτάται από τις προσωπικές μας εμπειρίες, τότε τα όσα ξέρουμε μοιάζουν να χάνουν πολύ από την αξία τους, την αξιοπιστία τους και την σταθερότητά τους. Νοιώθουμε την τάση να λέμε πως τα πάντα είναι ‘’υποκειμενικά’’. Αλλά ο όρος ‘’υποκειμενικά’’, χρησιμοποιείται εδώ με μειωτική σημασία όπως όταν λέμε ότι μια γνώμη είναι απλώς υποκειμενική, «θέμα γούστου»... Το γεγονός τώρα ότι αυτή η άποψη φαίνεται να κλονίζει την αξιοπιστία της εμπειρίας και της γνώσης μάς δείχνει πως εδώ η γλώσσα μάς βάζει στον πειρασμό να κάνουμε μια παραπλανητική αναλογία... Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυσχέρειες που προέρχονται από τον τρόπο που εκφραζόμαστε...» (Wittgenstein, 1984 : 81- 82).
Η ηθική, λέει ο Wittgenstein, πηγάζει από την επιθυμία του καθενός από εμάς, να πει κάτι για την σημασία της ζωής, για τον λόγο που αξίζει να ζούμε. Το ότι οι διάφοροι από εμάς ανακαλύπτουμε ή βάζουμε σε προτεραιότητα διαφορετικούς λόγους, δεν κάνει αυτομάτως την έννοια της Ηθικής Αξίας σχετική. Η σχετικότητα μοιάζει αναπόφευκτη επειδή προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις διαφορετικές αξίες, πέφτοντας σε γλωσσικά σφάλματα, αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς ποιοι είναι οι όροι και οι συνθήκες του «παιχνιδιού» που οδηγούν σε ένα ηθικό σύστημα διαφορετικό από το δικό μας.
Η θέση αυτή του Wittgenstein, προσεγγίζει σε μια κοινοτιστική αντίληψη για την ηθική. Ο Kripke (1982) – και άλλοι όπως Wright (1980) - αναφερόμενος στην «κοινοτιστική» διάσταση της σκέψης του Wittgenstein[2] σημειώνει ότι: «το μόνο που χρειάζεται για να νομιμοποιηθούν οι βεβαιότητές μας, είναι να υπάρχουν σχετικά προσδιορίσιμες καταστάσεις κάτω από τις οποίες είναι βεβαιώσιμες και ότι το παιχνίδι της βεβαίωσης τους έχει ένα ρόλο στη ζωή μας. Καμιά υπόθεση ότι γεγονότα της πραγματικότητας αντιστοιχούν σε αυτές τις βεβαιώσεις δεν είναι απαραίτητη».
Η προσπάθεια του Wittgenstein να επαληθεύσει τις βεβαιότητες της απόλυτης εμπειρίας, με το κοινό του, στη διάλεξη περί ηθικής είναι φανερή. Το ίδιο και η προσπάθεια αποκοπής της βεβαιότητας αυτής από τα γεγονότα της πραγματικότητας.
Είναι πολύ πιθανό, ο Wittgenstein να πέρασε εκείνο το βράδυ την πόρτα της αίθουσας διαλέξεων της λέσχης των «αιρετικών» όντας διάσημος για την ηθική του tractatus του, αλλά έχοντας, ο ίδιος, ήδη, αναθεωρήσει πολλά από τα σημεία που τον έκαναν διάσημο.
Από την μια ήθελε να «ανακοινώσει» κάτι για το οποίο επειγόταν, και από την άλλη, αισθανόταν την ανάγκη να απολογηθεί λέγοντας σαν τελευταία φράση «η ηθική είναι μια τάση του ανθρώπινου πνεύματος, την οποία εγώ προσωπικά δεν μπορώ παρά να σέβομαι βαθιά και δεν θα μπορούσα ποτέ στη ζωή μου να γελοιοποιήσω». Μ’ αυτή τη φράση, φαίνεται να απαντάει σε όσους τον συνδέουν με τον «σχετικισμό», του Κύκλου της Βιέννης, που έκανε εκείνη την εποχή αρνητική εντύπωση στην αγγλική διανόηση. Σίγουρα όμως, στη λέσχη των αιρετικών δεν ήταν οι κατάλληλες συνθήκες για να ανακοινωθεί μια «νέα» θεωρία, «αδιαμόρφωτη» που θα μπορούσε να «προκαλέσει» αλλά και να παρερμηνευτεί.
Είναι πολύ πιθανό ότι ο Wittgenstein της Διάλεξης περί Ηθικής, είναι ήδη πεπεισμένος για τις διαφορετικές μορφές ζωής και πολιτισμού και για τις κοινωνικές αυτές συνθήκες που συνεπάγονται τις διαφορετικές ηθικές αξίες.
Ο Rush Rhees (1965), στο άρθρο του «Μερικές Εξελίξεις Στις Απόψεις του Wittgenstein Περί Ηθικής» που δημοσιεύθηκε στο ίδιο τεύχος του με τη πρώτη δημοσίευση της «Διάλεξης περί Ηθικής», σημειώνει:
«Όταν μελετάμε ηθικά συστήματα διαφορετικά από το δικό μας, νιώθουμε έναν ιδιαίτερο πειρασμό να τα ερμηνεύσουμε. Τείνουμε να πιστέψουμε ότι οι εκφράσεις, όπως αυτές χρησιμοποιούνται σ’ εκείνες τις ηθικές συζητήσεις, έχουν κάποια σημασία την οποία μας υποβάλλουν, αντί να κοιτάμε τι γίνεται με αυτές εκεί μέσα... Ο Wittgenstein ανέφερε συχνά την περίπτωση του “l’ homme est bon” και “la femme est bonne”. Φανταστείτε να μπείτε στον πειρασμό να σκεφτείτε ότι υπάρχει διαφορετική αρσενική και θηλυκή καλοσύνη... Αναλογιζόμενοι ένα διαφορετικό σύστημα ηθικής μπορεί να σκεφτούμε ότι εκείνο που φαίνεται σε μας ότι εκφράζει τη δικαιολόγηση μιας πράξης είναι εκείνο που τη δικαιολογεί πραγματικά [μέσα σε εκείνο το σύστημα]. Η λέξη λόγος, δεν σημαίνει πάντοτε το ίδιο πράγμα, και στην ηθική πρέπει να προσέχουμε μην τυχόν και υποθέσουμε ότι οι λόγοι πρέπει, στην πραγματικότητα, να είναι άλλου είδους από εκείνους που βλέπουμε ότι είναι.»
Το μήνυμα του Wittgenstein[2], ότι δηλαδή:
...αντί της μάταιης αναζήτησης «αντικειμενικών» ηθικών αξιών, θα πρέπει να εγκύψουμε στη ζωή, και στις διαφορετικές μορφές της να επισημάνουμε και να σεβαστούμε την πολυμορφία των αξιών, οι οποίες, χωρίς να ταυτίζονται με τα γεγονότα της ζωής [της πραγματικότητας] και να χάνουν τη νοηματική τους αξία, προσδιορίζουν ωστόσο τον ηθικό τρόπο που ζουν οι άνθρωποι ...(Πελεγρίνης, 1991)
μπορεί να μην συνάγεται από την «Διάλεξη».
Το βέβαιο όμως είναι, ότι το Tractatus, για τον Wittgenstein της Διάλεξης αποτελεί παρελθόν. Το «ον πολλαχώς λέγεται» του Αριστοτέλη (που πιθανότατα έμαθε στο Cambridge) και οι απόψεις του Ernst για τη μεταβολή του νοήματος των λέξεων, ανέτρεψαν την απολυτότητα της «πραγματείας». Οι ρίζες της θεωρίας του νοήματος της γλώσσας κατά τη χρήση της είναι κατά τη γνώμη μου εμφανείς.
Τα όρια της «οικουμενικής» γλώσσας αντικαθίστανται από τα όρια του «δικού μας» γλωσσικού κουτιού.
Ο κόσμος των γεγονότων, «συνυφαίνεται» με τα βιώματα και τις εμπειρίες των ανθρώπων που τον αποτελούν.
Το απόλυτο του, δεν είναι εν τέλει «το απόλυτο».
Βιβλιογραφία
Ernst, P. (1928). “DER WEG ZUR FORM”.
Kripke, S. (1982). Wittgenstein on Rules and Private Language. Oxford: Blackwell.
Künne, W. (1996). Paul Ernst and Wittgenstein. University of Hamburg 18-1-1996 http://sammelpunkt.philo.at:8080/archive/00000482/01/18-1-96.TXT
Mc Guinness, B. (1979). Wittgenstein and the Vienna Circle. Oxford: Blackwell.
Moore, G.E. (1962). Principia Ethica. London: Allen & Unwin
Monk, R. (1988). Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Το χρέος της Μεγαλοφυΐας. μετφρ. Κονδύλης Γ. Αθήνα: Scripta.
Nyiri J.C. (1982). Later Work in Relation to Conservatism. inc. in “Wittgenstein and his times”, edited by Mc Guinness, B. Oxford: Basil Blackwell.
Rhees, R. (1965). Some Developments in Wittgenstein’ s View of Ethics. Philosophical Review. 1/1965.
Wright, C. Wittgenstein on the Foundations of Mathematics. London: Duckworth.
Wittgenstein, L. (1965). Α Lecture on Ethics. The Philosophical Review. 1/1965
Wittgenstein L. (1984). Το Μπλε και το Καφέ Βιβλίο. Αθήνα : Καρδαμίτσας
Wittgenstein L. (1978). Tractatus Logico Philosophicus. μετφρ. Κιτσόπουλος. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
Wittgenstein L. (1953). Philosophical Investigations. Oxford: Blackwell. (μετφρ. Χριστοδουλίδης, Παπαζήσης, Αθήνα 1977)
Κωβαίος, Κ. (2000). Wittgenstein, Περί Ηθικής. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Πελεγρίνης, Θ. (1997). Ηθική Φιλοσοφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πελεγρίνης, Θ. (2004). Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πελεγρίνης, Θ.(1997). Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πελεγρίνης, Θ. (1991). Ομιλία περί Ηθικής. Πρακτικά του Συμποσίου Wittgenstein. Αθήνα: Δωδώνη.