Wittgenstein: Διάλεξη περί Ηθικής: To Απόλυτο και η Φυσιοκρατική Πλάνη
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Στο δοκίμιο παρουσιάζονται περιληπτικά τα κύρια σημεία της Διάλεξης Περί Ηθικής του Wittgenstein και εξετάζεται το αν και σε ποιο βαθμό αντανακλάται στην ομιλία του το Tractatus. Παράλληλα διερευνάται το ενδεχόμενο λογικών σφαλμάτων που σχετίζονται με την έννοια της απόλυτης αξίας. Τέλος παρακολουθείται η αντιπαράθεση επί του κειμένου δύο σύγχρονων ελλήνων σχολιαστών.
Keywords: Wittgenstein, ethics, values
Γούναρης, Α. (2005). Wittgenstein: Διάλεξη περί Ηθικής: Το Απόλυτο και η Φυσιοκρατική Πλάνη. Ανακοίνωση ΜΠΗΦ, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανακτήθηκε 30/01/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/wittgenstein-lecture-on-ethics/
Παρ’ ότι στο σύνολο του έργου τού Wittgenstein ο προβληματισμός για την Ηθική και τους Ηθικούς Όρους είναι κυρίαρχος, το μοναδικό ολοκληρωμένο και αυτούσιο κείμενο πάνω στην Ηθική αποτελεί η «Διάλεξη περί Ηθικής» (διαβάστε εδώ ολόκληρο το κείμενο της διάλεξης http://lw-collected.nm.ru/lw-lecture-ethics.pdf )που έδωσε το 1929 στην Λέσχη των Αιρετικών του Cambridge, και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Philosophical Review το 1965. Με δεδομένο ότι εκτός του Tractatus, το υπόλοιπο έργο του δεν είχε αποκτήσει μια τελική οργανωμένη, προς δημοσίευση, μορφή όσο εκείνος ζούσε, η συγκεκριμένη διάλεξη ως μια συγκροτημένη- αυτοτελής ενότητα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Αν και οι περισσότεροι αναλυτές τοποθετούν το περιεχόμενο της διάλεξης στη θεωρητική περίοδο του Tractatus, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτα σωστό.
Στο παρόν δοκίμιο αφού συνοψίσουμε τα κύρια σημεία της διάλεξης περί ηθικής, εξετάζουμε το αν και κατά πόσο η διάλεξη αντανακλά το Tractatus καθώς για ποια λογικά σφάλματα έχει κατηγορηθεί ότι παρουσιάζει. Ειδικότερα εξετάζουμε την έννοια του απόλυτου που αναφέρει και παρακολουθούμε την διαμάχη μεταξύ δυο επιφανών ελλήνων αναλυτών του κειμένου.
[α] Συνοψίζοντας τα κύρια σημεία της Διάλεξης
1. «Ηθική είναι η έρευνα περί του τι έχει αξία», δηλαδή τι είναι εκείνο που κάνει τη ζωή άξια να τη ζούμε.
2. Η χρήση της λέξης «αξία», (όπως και των επιθέτων καλός, σωστός κλπ), γίνεται με δύο (κυρίως) τρόπους. Τον «συνηθισμένο» και τον «Ηθικό». Ας ονομάσουμε τον συνηθισμένο τρόπο «σχετικό», και τον «Ηθικό» τρόπο «απόλυτο».
3. Οι σχετικές κρίσεις μπορούν να διατυπωθούν με τέτοιο τρόπο (ως περιγραφές) ώστε να χαθεί τελείως η «εξωτερική» εμφάνιση της αξιολογικής κρίσης. (για παράδειγμα, αυτός έχει καταρρίψει 3 παγκόσμια ρεκόρ, υπονοεί την κρίση, είναι καλός αθλητής)
4. Ενώ μια περιγραφή γεγονότων μπορεί να σχετίζεται με αξιολογικές κρίσεις (σχετικού χαρακτήρα) καμιά περιγραφή γεγονότων, δεν θα περιέχει τίποτα που θα μπορούσε να ονομαστεί ηθική πρόταση. Τα γεγονότα είναι απλώς γεγονότα και όχι Ηθική.
5. Οι λέξεις, τα λόγια, οι περιγραφές, όπως χρησιμοποιούνται στην επιστήμη μεταφέρουν μόνο φυσικές σημασίες και νόημα και μπορούν να εκφράσουν μόνο γεγονότα. Αν είναι όμως έτσι, τότε τι έχουμε κατά νου όσοι μιλάμε για «απόλυτο καλό» ή «απόλυτη αξία»;
6. Σ’ αυτό το σημείο ζητά από τους ακροατές του να φέρουν στο μυαλό τους μια τυπική κατάσταση κατά την οποία αισθάνονται πάντοτε ηδονή, δηλαδή μια par excellence, «κατ’ εξοχήν», εμπειρία, μια εμπειρία απόλυτης ασφάλειας, ή μια εμπειρία απόλυτης ενοχής.
7. Διαπιστώνει ότι, όταν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε μια τέτοια εμπειρία με λέξεις κάνουμε «κακή» χρήση της γλώσσας. Κι αυτό γιατί δεν μπορούμε να τις περιγράψουμε με φυσικές σημασίες ή γεγονότα, αλλά αναγκαστικά, θα χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις, όπως στη θρησκευτική γλώσσα, μεταφορικά. Αυτή η «κακή» χρήση της γλώσσας διατρέχει όλες τις ηθικές και θρησκευτικές εκφράσεις οι οποίες μοιάζουν με παρομοιώσεις.
8. Διαφορετικά χρησιμοποιούμε τη λέξη «καλός» για να πούμε «αυτός είναι καλός άνθρωπος», διαφορετικά για να πούμε «καλός ποδοσφαιριστής». Διαφορετική χρήση γίνεται στη λέξη «πολύτιμη» όταν λέμε «η ζωή είναι πολύτιμη» , διαφορετική όταν λέμε «τα κοσμήματα είναι πολύτιμα».
9. Εγκαταλείποντας τις παρομοιώσεις, βλέπουμε ότι πίσω από αυτές δεν υπάρχει κάποιο φυσικό γεγονός που μπορεί να περιγράψει τις εμπειρίες που προαναφέραμε. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να τις περιγράψουμε (χωρίς να λέμε ανοησίες) δεν οφείλεται στο ότι δεν έχουμε βρει ακόμα τις κατάλληλες λέξεις, αλλά η ίδια η ύπαρξη της γλώσσας απαγορεύει την περιγραφή τους.
10. Όσοι προσπάθησαν να μιλήσουν για την ηθική προσκρούσανε στα τοιχώματα του γλωσσικού μας κλουβιού.
[β] Απόλυτες και Σχετικές Αξίες
Για να κάνει κατανοητή την έννοια της απόλυτης (υπερβατικής) αξίας o Wittgenstein τονίζει την πρόσκρουσή στα όρια της γλώσσας, που υποστηρίζει στο Tractatus, με τρεις τρόπους: [α] τον συναισθηματικό – υπαρξιακό, περιγράφοντας την εμπειρία του έκπληκτου όντος που θαυμάζει τον κόσμο, [β] τον υποκειμενικό, προσωπικό - σολιψιστικό, περιγράφοντας το βίωμα του να αισθάνεται κανείς ασφαλής, και [γ] τον ηθικό- θρησκευτικό, περιγράφοντας την αίσθηση της απόλυτης ενοχής.
Και οι τρεις αυτοί τρόποι περιγράφουν ψυχικές καταστάσεις (ή ψυχικά γεγονότα θα μπορούσαμε να πούμε) που δεν μπορούν να περιγραφούν με λέξεις χωρίς να χρησιμοποιήσουμε παρομοιώσεις ή μεταφορές. Οι καταστάσεις αυτές, συνδέονται με τις απόλυτες αξιολογικές κρίσεις και διαφέρουν ξεκάθαρα από τα γεγονότα της «πραγματικότητας» που συνδέονται με τις σχετικές αξιολογικές κρίσεις.
Για να κάνει πιο κατανοητή τη διάκριση, μεταξύ των απόλυτων, δηλαδή των ηθικών, αξιών και των σχετικών αξιολογικών κρίσεων, φέρνει δυο παραδείγματα: το ένα αφορά μια σχετική αξιολογική κρίση για τις επιδόσεις ενός τενίστα, και το άλλο αφορά μια απόλυτη αξιολογική κρίση του τύπου «οφείλεις να θέλεις να συμπεριφέρεσαι καλύτερα» για κάποιον που έχει «αισχρή» συμπεριφορά.
Οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις κατά τον Wittgenstein μπορούν να εκφραστούν και ως γεγονότα του κόσμου που ζούμε, ενώ οι απόλυτες αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Για παράδειγμα η κρίση «αυτός είναι καλό τενίστας» θα μπορούσε να δηλωθεί και ως μια σειρά γεγονότων, όπως για παράδειγμα ότι αυτός o τενίστας έχει δυνατό service, κινείται γρήγορα στο terrain, και κερδίζει τους αγώνες στους οποίους συμμετέχει κλπ. Για να κάνει ξεκάθαρη τη διάκριση ανάμεσα στις σχετικές και τις απόλυτες αξιολογικές κρίσεις, ο Wittgenstein τονίζει ότι: ... «αν και ΟΛΕΣ οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορεί να φανεί ότι ΕΙΝΑΙ δηλώσεις περί γεγονότων, καμιά δήλωση περί γεγονότων δεν μπορεί να είναι ή να υπαινίσσεται μια απόλυτη αξιολογική κρίση».
Αυτή η διάκριση, που αποτελεί τον κορμό της διάλεξής του, δηλαδή: «η διάκριση ανάμεσα σε σχετικές και απόλυτες αξίες, στον ορίζοντα της οποίας ο Wittgenstein επιχείρησε να προσδιορίσει την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων...» [μπορεί να θεωρηθεί ότι] «..είναι λογικά αυθαίρετη» (Πελεγρίνης, 1991 : 90).
Συγκεκριμένα, ο Πελεγρίνης υποστηρίζει ότι: «αυτή καθεαυτήν η πρόταση γεγονότος -αυτός έχει δυνατό service- δεν συνεπάγεται την πρόταση -αυτός είναι καλός παίχτης του τένις- η οποία, κατά τον Wittgenstein,εκφράζει μια σχετική αξιολογική κρίση» (ο.π. : 91). Η αξιολογική πρόταση –αυτός είναι καλός τενίστας- δεν ισοδυναμεί [ούτε προκύπτει] από την πρόταση –αυτός έχει δυνατό service- [ή όποια άλλη πρόταση που δηλώνει κάποιο γεγονός].... χωρίς την προϋπόθεση μιας μείζονος αξιολογικής αρχής του τύπου: «όποιος παίχτης του τένις έχει δυνατό service [ή όποια άλλα χαρακτηριστικά που αποτελούν γεγονότα] είναι καλός». Δηλαδή, καταλήγει ο Πελεγρίνης, «μόνα τους τα γεγονότα της πραγματικότητας δεν μπορούν να εξισωθούν με ή να παραπέμψουν σε, σχετικές αξίες» όπως υπέθεσε ο Wittgenstein και ως εκ τούτου «η διάκριση ανάμεσα σε σχετικές και απόλυτες αξίες, είναι πλασματική και ανυπόστατη», αφού στην πραγματικότητα το κριτήριό της –το ότι δηλαδή, οι σχετικές, κατ’ αντίθεσιν προς τις απόλυτες, αξίες υπαγορεύονται από γεγονότα- δεν υφίσταται.
Η παρατήρηση αυτή, που προφανώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι αξίες δεν είναι απόλυτες ή σχετικές, αντικρούστηκε από τον Κωβαίο (2000 : 205 – 206) ως εξής: «ο Wittgenstein δεν λεει ότι η [σχετική] αξιολογική αρχή [ή κρίση] είναι πρόταση περί γεγονότων, λεει ότι η σχετική αξιολογική κρίση ανάγεται σε προτάσεις περί γεγονότων... συγκεκριμένα –αυτός ο άνθρωπος είναι καλός δρομέας- σημαίνει ότι διανύει ορισμένο αριθμό μιλίων σε ορισμένο αριθμό λεπτών, κλπ... κριτήρια του καλός στη σχετική αξιολογική κρίση είναι δηλαδή ορισμένα γεγονότα.... Πουθενά ο Wittgenstein δεν λέει ότι –μόνα τους τα γεγονότα της πραγματικότητας μπορούν να εξισωθούν με, ή να παραπέμψουν σε, σχετικές αξίες- . Λέει ότι –όλες οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορεί να φανούν ότι είναι απλές δηλώσεις περί γεγονότων- . Όχι βεβαίως περί οιωνδήποτε γεγονότων, αλλά περί εκείνων που ο εκάστοτε ορισμός (του καλού) ορίζει. Δεδομένης της λανθασμένης συλλογιστικής γραμμής του Πελεγρίνη, [καταλήγει ο Κωβαίος] –το συμπέρασμά του ότι η διάκριση των αξιών σε σχετικές και απόλυτες είναι πλασματική και ανυπόστατη- δεν απορρέει από πουθενά».
Θα προσπαθήσουμε να δούμε πιο προσεκτικά τους δύο ισχυρισμούς σε σχέση με την διατύπωση του Wittgenstein.
O Wittgenstein λεει συγκεκριμένα:
[a] Although all judgments of relative value can be shown to be mere statements of facts,
[b] no statement of fact can ever be, or imply, a judgment of absolute value. Δηλαδή:
[α] Αν και όλες οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορεί να φανούν ότι είναι απλές δηλώσεις γεγονότων,
[β] καμιά δήλωση γεγονότων, μπορεί ποτέ να είναι ή να υπονοεί, μια απόλυτη αξιολογική κρίση.
Αν ορίσουμε τις σχετικές αξιολογικές κρίσεις ως [Χ]
τις δηλώσεις περί γεγονότων [ΔΓ]
και τις απόλυτες αξιολογικές κρίσεις [Ζ]
μπορούμε να πούμε, ότι ο ισχυρισμός του Wittgenstein για να δείξει την διαφορά των σχετικών αξιολογικών κρίσεων [Χ] και των απόλυτων αξιολογικών κρίσεων [Ζ] μέσω των δηλώσεων περί γεγονότων [ΔΓ], είναι της μορφής:
[α] Για κάθε [Χ] υπάρχει μία [ΔΓ] όπου η [Χ] = f[ΔΓ]
[β] Καμία [ΔΓ] δεν είναι [Ζ] ή f[ΔΓ] ^ [Z] = ΚΕΝΟ
άρα [Χ] και [Ζ] διαφέρουν,
δηλαδή υπάρχουν «σχετικές» και «απόλυτες» αξιολογικές κρίσεις....
Ο Πελεγρίνης λέει ότι:
«μόνα τους τα γεγονότα της πραγματικότητας δεν μπορούν να εξισωθούν με ή να παραπέμψουν σε, σχετικές αξίες»
ή «μόνες τους οι δηλώσεις περί γεγονότων (της πραγματικότητας) [ΔΓ] δεν μπορούν να εξισωθούν ή να παραπέμψουν σε σχετικές αξιολογικές κρίσεις [Χ]» εννοώντας ότι χωρίς την προϋπόθεση μιας μείζονος αξιολογικής αρχής (του τύπου όποιος παίχτης του τένις έχει δυνατό service είναι καλός), οι δηλώσεις περί γεγονότων (π.χ. αυτός έχει δυνατό service) [ΔΓ] δεν εξισώνεται (ή παραπέμπει) σε σχετική αξιολογική κρίση (π.χ. αυτός είναι καλός τενίστας) [Χ].
Επιγραμματικά δηλαδή, ο συλλογισμός του Πελεγρίνη είναι:
[α] αφού μόνες τους οι (δηλώσεις περί γεγονότων) [ΔΓ] δεν είναι [Χ]
και (όπως υποστηρίζει ο Wittgenstein)
[β] Καμία [ΔΓ] δεν είναι [Ζ]
Δεν αποδεικνύεται ότι [Χ] και [Ζ] διαφέρουν, δηλαδή δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχουν σχετικές και απόλυτες αξιολογικές κρίσεις.
Παρατηρούμε ότι η πρόταση [α] του Πελεγρίνη έχει διαφορετική δομή από την πρόταση [α] του Wittgenstein.
Συγκεκριμένα:
Ο Πελεγρίνης λέει [α] Μόνες τους οι [ΔΓ] δεν είναι [Χ]
(Μόνες τους οι [απλές] δηλώσεις περί γεγονότων δεν είναι ή παραπέμπουν σε αξιολογικές κρίσεις)
ενώ
Ο Wittgenstein λέει [α] Για κάθε [Χ] υπάρχει μια [ΔΓ]
(όλες οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορεί να [φανούν ότι] είναι απλές δηλώσεις περί γεγονότων)
Ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι όλες οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορεί να [φανούν ότι] είναι απλές δηλώσεις περί γεγονότων.
Μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ένα σύνολο ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ που είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ που είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΣΕ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ. Δηλαδή υπάρχει ένα σύνολο γεγονότων [ΩΓ]>[ΔΠΓ]>[ΔΓ]
Αν ότι περιέχεται στο [ΩΓ] δεν παραπέμπει σε [Χ] από ΜΟΝΟ του, σημαίνει ότι και το [ΔΓ] δεν παραπέμπει σε [Χ] από μόνο του.
Αυτό που ο Πελεγρίνης υποστηρίζει δηλαδή, είναι ότι:
ΚΑΝΕΝΑ γεγονός από ΜΟΝΟ του δεν εξισώνεται με, ή παραπέμπει σε «αξιολογικές κρίσεις».
Αυτό σημαίνει ότι, αφού όλες «οι δηλώσεις περί γεγονότων» προϋποθέτουν μια μείζονα αξιολογική αρχή για να παραπέμψουν σε «αξιολογικές κρίσεις», δεν είναι η αναφορά ή όχι σε γεγονότα, το κριτήριο για τον διαχωρισμό των κρίσεων σε απόλυτες και σχετικές, αλλά η υιοθέτηση ή όχι αυτής της αξιολογικής αρχής.
Την προϋπόθεση της μείζονος αξιολογικής αρχής, δέχεται και ο Κωβαίος, αναγνωρίζοντας ότι: οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις [Χ] είναι δηλώσεις περί γεγονότων [ΔΓ], αλλά, «Όχι βεβαίως περί οιωνδήποτε γεγονότων, αλλά περί εκείνων που ο εκάστοτε ορισμός (του καλού) ορίζει...»
Δηλαδή ο Κωβαίος λέγοντας «περί εκείνων που ο εκάστοτε ορισμός (του καλού) ορίζει...», αναγνωρίζει την ανάγκη μιας προϋπόθεσης, ενός δηλαδή ορισμού, ή αλλιώς μιας μείζονος αξιολογικής αρχής, που θα έχει γίνει εκ των προτέρων αποδεκτή (δηλαδή θα έχει συμφωνηθεί)
Εν προκειμένω, ο ισχυρισμός του Πελεγρίνη ότι είναι απαραίτητη η προϋπόθεση μιας μείζονος αξιολογικής αρχής, ή ενός ορισμού περί του καλού, είναι προφανώς ορθός.
(δηλαδή αν συναγάγαμε μια αξιολογική κρίση του τύπου «αυτός είναι καλός τενίστας» από το γεγονός «αυτός έχει δυνατό service» χωρίς να έχουμε ορίσει ότι «καλός τενίστας είναι όποιος έχει καλό service» θα κάναμε μια αυθαιρεσία.)
Η συλλογιστική γραμμή του Πελεγρίνη είναι σωστή στη βάση ότι όλες οι αξιολογικές προτάσεις προϋποθέτουν μια μείζονα προκείμενη που να ορίζει τα κριτήρια αξιολόγησης. Με αυτή την έννοια, η προϋπόθεση για τον διαχωρισμό των αξιολογικών προτάσεων σε απόλυτες και σχετικές είναι η ύπαρξη και η συμφωνία στη μείζονα – αξιωματική προκείμενη, και όχι το αν οι κρίσεις αυτές συνδέονται ή όχι με γεγονότα. Έτσι η διάκριση των αξιολογικών κρίσεων σε «σχετικές» και «απόλυτες» με βάση το αν παραπέμπουν ή όχι σε γεγονότα της πραγματικότητας, μπορεί να υιοθετηθεί μόνον υποθετικά, για να δηλώσει αντίστοιχα τις «καθημερινές» και τις «ηθικές» αξιολογικές κρίσεις.
Θεωρώ ότι οι όροι «σχετικές» και απόλυτες» κρίσεις του Wittgenstein δεν δηλώνουν τις «υποκειμενικές» ή τις «καθολικές» κρίσεις, αλλά δηλώνουν ότι οι μεν σχετίζονται με πράγματα, καταστάσεις και γεγονότα της πραγματικότητας, ενώ οι δε αντανακλούν τις απόλυτες βεβαιότητές μας.
[γ] Πόσο «Απόλυτες» είναι οι Απόλυτες Κρίσεις ;
Όπως προκύπτει από μια σειρά προτάσεων μέσα στη «Διάλεξη Περί Ηθικής» αλλά και σε δηλώσεις του Wittgenstein σε συζητήσεις ή παραδόσεις μαθημάτων, δεν φαίνεται να εννοεί τις απόλυτες αξιολογικές κρίσεις ως καθολικά και γενικά ισχύουσες.... δηλαδή, «απόλυτες» κρίσεις. Οι «απόλυτες» κρίσεις του είναι αυτές που συνδέονται με «πίστεις», «αισθήσεις», ψυχικά ή πνευματικά εξαιρετικά «γεγονότα», που οδηγούν σε «απόλυτες» βεβαιότητες, όχι όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αλλά εκείνους που αντιλαμβάνονται έτσι τα ίδια πράγματα στις δεδομένες συνθήκες της ζωής τους.
Οι «απόλυτες» δηλαδή κρίσεις που εξισώνονται με την «ηθική», διαφέρουν από τις «σχετικές» κρίσεις που αντλούν το περιεχόμενο τους από τον κόσμο των γεγονότων, δηλαδή τον κόσμο των φυσικών σημασιών και νοημάτων, στο ότι ακριβώς στερούνται αυτής της ιδιότητας. Οι ηθικές κρίσεις δηλαδή, μοιάζουν να είναι υπερφυσικές, με την έννοια ότι δεν μεταφέρουν κάποιο νόημα από τον κόσμο των «πραγματικών» γεγονότων αλλά από τον κόσμο των ψυχικών ή πνευματικών γεγονότων. Αν ο κόσμος όμως είναι όλα όσα συμβαίνουν, τότε αυτά που συμβαίνουν είναι και τα «πραγματικά» και τα ψυχικά - πνευματικά γεγονότα. Και τα δύο αυτά σύνολα γεγονότων έχουν την ίδια δυνατότητα σύνδεσης με τις αξιολογικές κρίσεις, είτε αυτές τις ονομάζουμε απόλυτες είτε σχετικές.
Σε μια «απόλυτη» ή «ηθική» κρίση, η έννοια του «απόλυτου» καλού ή «αγαθού» είναι κυρίαρχη. Όμως η έννοια αυτή δεν βρίσκεται σε καμιά κατάσταση «πραγμάτων» ή «γεγονότων» του κόσμου ούτε έχει βεβαίως «οικουμενικό χαρακτήρα». Γι αυτό ακριβώς έχει σημασία, τι σημαίνει «απόλυτο αγαθό» για μένα, και για όσους μπορούν να αισθάνονται ή να αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις όπως εγώ.
Σε όλη σχεδόν τη «διάλεξη περί ηθικής» ο Wittgenstein μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και ζητά από το κοινό του να επιβεβαιώσει την κοινή τους αντίληψη.
Λέει; «όποτε προσπαθώ να ξεκαθαρίσω την έννοια του απόλυτα καλού, ανακαλώ περιπτώσεις που θα χρησιμοποιούσα εγώ, αυτές τις εκφράσεις»... «στην περίπτωσή μου, πάντοτε, παρουσιάζεται η ιδέα μιας ιδιαίτερης εμπειρίας, η οποία είναι κατά μία έννοια η κατ’ εξοχήν εμπειρία μου...» ... «όπως είπα πριν αυτό είναι εντελώς προσωπικό θέμα...» ...
«οι τρεις εμπειρίες που σας ανέφερα [εννοεί την εμπειρία του να θαυμάζει κανείς για την ύπαρξη του κόσμου, την εμπειρία του να νιώθεις απόλυτα ασφαλής και την εμπειρία του να νιώθεις ένοχος], φαίνεται σε κείνους που τις είχαν, σε μένα λόγου χάρη, ότι διαθέτουν μια εγγενή, απόλυτη αξία» ...
Η εγγενής «απόλυτη» αξία, είναι «απόλυτη» για μένα και για όσους έχουν την ίδια αίσθηση με μένα.
Στις σημειώσεις που υπάρχουν από τις συζητήσεις του Wittgenstein με τον Waismann, έναν ακριβώς χρόνο μετά την διάλεξή του για την ηθική, στις 17 Δεκεμβρίου 1930, ο Wittgenstein διευκρινίζει: «Το ηθικό δεν διδάσκεται. Αν προσπαθούσα να εξηγήσω σε κάποιον την ουσία του ηθικού μέσα σε μια θεωρία, το ηθικό δεν θα είχε αξία. Στην κατακλείδα της διάλεξής μου για την ηθική, είχα μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο. Νομίζω ότι αυτό είναι το ουσιώδες. Εδώ δεν υπάρχει πια τίποτα να διαπιστώσουμε, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προβάλω την προσωπικότητά μου, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο. Για μένα η θεωρία δεν έχει καμία αξία...» (McGuiness, 1976).
Σε άλλο σημείο των συζητήσεων του με τον Weisman, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ορίζει και το πως πράττει, σύμφωνα με όσα ο θεός ορίζει, ο ίδιος, αλλά και όσοι υιοθετούν την κοινή αρχή.
Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας τον επικεφαλής του Κύκλου της Βιέννης, Moritz Schlick, για την θέση του πάνω στο δίλημμα του Πλατωνικού Ευθύφρωνα, δηλαδή για το αν «το αγαθό είναι αγαθό επειδή το θέλει [το προστάζει] ο θεός ή το θέλει [προστάζει] ο θεός επειδή είναι αγαθό», o Wittgenstein τονίζει: «αν υπάρχει πρόταση που να εκφράζει ακριβώς αυτό που πιστεύω, είναι η πρόταση ‘’αγαθό είναι αυτό που ο θεός προστάζει’’.»
Σε αυτή τη πρόταση που μπορεί να θεωρηθεί ότι ο μαθητής του Moore πέφτει θύμα φυσιοκρατικής πλάνης, θεωρώ ότι ο Wittgenstein δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο την μείζονα προκείμενη αρχή που έχει υιοθετήσει και σύμφωνα με την οποία ρυθμίζει τις πράξεις του. Την αρχή δηλαδή που λεει «ο θεός (ως πανάγαθος) προστάζει μόνον αυτό που είναι αγαθό, ηθικά σωστό, και σύμφωνα με το οποίο πρέπει εγώ να πράττω».
Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιεί τη λέξη πιστεύω, ούτε είναι τυχαίο ότι υποστηρίζει πως η πρόταση «το θέλει ο θεός επειδή είναι αγαθό» είναι ερμηνεία που δημιουργεί την εντύπωση ότι το αγαθό επιδέχεται περαιτέρω «λογική» ερμηνεία.
Όμως πέρα από το «απόλυτο» νομίζω ότι πρέπει να δούμε παράλληλα μερικά στοιχεία που ενδεχομένως υποδηλώνουν την συνύπαρξη των Wittgenstein [1] και [2] στη διάλεξη περί ηθικής.
Από την μια έχουμε την πρόσκρουση πάνω στο «απεικονιστικό νόημα της γλώσσας» και από την άλλη βλέπουμε μια εισαγωγή σε μια «θεωρία του νοήματος κατά τη χρήση του».
Ήδη στη διάλεξη, ο Wittgenstein τονίζει:
Α) την ηθική και θρησκευτική χρήση της γλώσσας, τις ιδιαιτερότητες αυτών των «γλωσσών» και την κακή χρήση τους, όταν παραπέμπουν σε γεγονότα της πραγματικότητας.
Β) αναφέρεται στο διαφορετικό νόημα που προκύπτει από τη διαφορετική χρήση μιας λέξης, για παράδειγμα του νοήματος της λέξης «καλός», όταν χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει έναν ποδοσφαιριστή, ή να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο. Ή την διαφορά της έκφρασης «η ζωή είναι πολύτιμη» και της έκφρασης «τα κοσμήματα είναι πολύτιμα».
Γ) Τονίζει την διαφορά της έννοιας της «απόλυτης εμπειρίας» για μένα και της «απόλυτης εμπειρίας» για όλους όσους έχουν την ίδια αίσθηση με μένα. Δεν αναφέρει πουθενά ότι η απόλυτη αξία είναι απόλυτη για τους πάντες.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Wittgenstein: Διάλεξη Περί Ηθικής: Οι επιρροές από τον Paul Ernst.
Βιβλιογραφία
Wittgenstein, L. (1965). Α Lecture on Ethics. The Philosophical Review. 1/1965
Wittgenstein L. (1984). Το Μπλε και το Καφέ Βιβλίο. Αθήνα : Καρδαμίτσας
Wittgenstein L. (1978). Tractatus Logico Philosophicus. μετφρ. Κιτσόπουλος. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
Wittgenstein L. (1953). Philosophical Investigations. Oxford: Blackwell. (μετφρ. Χριστοδουλίδης, Παπαζήσης, Αθήνα 1977)
Mc Guinness, B. (1979). Wittgenstein and the Vienna Circle. Oxford: Blackwell.
Moore, G.E. (1962). Principia Ethica. London: Allen & Unwin
Nyiri J.C. (1982). Later Work in Relation to Conservatism. inc. in “Wittgenstein and his times”, edited by Mc Guinness, B. Oxford: Basil Blackwell.
Rhees, R. (1965). Some Developments in Wittgenstein’ s View of Ethics. Philosophical Review. 1/1965.
Wright, C. Wittgenstein on the Foundations of Mathematics. London: Duckworth.
Κωβαίος, Κ. (2000). Wittgenstein, Περί Ηθικής. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Πελεγρίνης, Θ. (1997). Ηθική Φιλοσοφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πελεγρίνης, Θ. (2004). Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πελεγρίνης, Θ.(1997). Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πελεγρίνης, Θ. (1991). Ομιλία περί Ηθικής. Πρακτικά του Συμποσίου Wittgenstein. Αθήνα: Δωδώνη.