Η φιλοσοφία ως θεραπεία: Η λογική της κόκκινης ρέγκας
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Πώς οι λογικές πλάνες κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο κατά την παγκόσμια κρίση του κορονοϊού; Εσφαλμένες προκείμενες, αυθαίρετες γενικεύσεις και εκτροπή της συζήτησης σε άσχετα επιχειρήματα, βρίσκονται στο οπλοστάσιο όσων επιχειρούν να πείσουν το κοινό ότι αυτά που υποστηρίζουν είναι σωστά, συσκοτίζοντας την αλήθεια. Η «κόκκινη ρέγκα» του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί και μη συγκρίσιμες «συγκρίσεις», στο έκτο άρθρο της σειράς πάνω σε θέματα φιλοσοφικού διαλόγου στην περίοδο της πανδημίας.
Keywords: λογική πλάνη, δημόσιος λόγος
Γούναρης, Α. (2020). Η Φιλοσοφία ως θεραπεία: Η λογική της κόκκινης ρέγκας. Πρώτη δημοσίευση bookpress.gr. Ανακτήθηκε 24/05/2020 από
https://alkisgounaris.gr/gr/archives/philosophy-as-therapy-the-red-herring-argument/
Όποιος έχει τρία έχει και δύο. Ο Α έχει τρία, άρα ο Α έχει πέντε. Η διατύπωση τέτοιων ψευδώνυμων συλλογισμών, αποτελούσε καθημερινή πρακτική στις σχολές που ίδρυσαν οι μαθητές του Σωκράτη. Λογικά παράδοξα όπως αυτό του ψεύτη ή οι σωρείτες της άμμου, του φαλακρού κτλ. συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ακαταμάχητης διαλεκτικής, η οποία έμεινε γνωστή ως τις μέρες μας ως «εριστική τέχνη». Αυτή η τέχνη της παραδοξότητας, μια τεχνική «πειθούς» βασισμένη σε εσφαλμένα αλλά πειστικά επιχειρήματα, αποτέλεσε το αντικείμενο της μικρής αλλά εξαιρετικά χρήσιμης πραγματείας του Σοπενχάουερ [1], στην οποία περιγράφονται συνοπτικά τα μυστικά της εριστικής διαλεκτικής ή του πώς τελικά σε μια δημόσια συζήτηση να έχεις πάντα δίκιο.
Το να έχεις δίκιο στον δημόσιο λόγο, δεν προϋποθέτει, ούτε συνεπάγεται ότι λες την αλήθεια. Η αλήθεια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το θύμα της ματαιοδοξίας των ομιλητών και της ευπιστίας των ακροατών. Αρκεί να χρησιμοποιεί κάποιος έξυπνα τεχνάσματα και λογικοφανείς αυθαιρεσίες, για να πείθει τους συνομιλητές, τους ακροατές ή τους αναγνώστες του, ότι αυτά που υποστηρίζει είναι σωστά. Στο οπλοστάσιο όσων ασκούν την «εριστική», βρίσκονται, μεταξύ άλλων, εσφαλμένες προκείμενεςi, αυθαίρετες γενικεύσεις, εκτροπή της συζήτησης σε άσχετα επιχειρήματα κτλ. Όλα τα παραπάνω και πολλές ακόμα λογικές πλάνες κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο κατά την παγκόσμια κρίση του κορονοϊού.
Ενδεικτική ήταν η επιχειρηματολογία του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί σε άρθρο του στο LaRegleDuJeuii, όπου συνέκρινε την τρέχουσα πανδημία με δύο παλαιότερες, για να υποστηρίξει ότι η παρούσα υγειονομική κρίση δεν σημαίνει και το τέλος του κόσμου και ότι τα μέτρα, που έλαβε ο πρόεδρος Μακρόν και η γαλλική κυβέρνηση οδηγώντας τη χώρα του σε ένα μη αναγκαίο lockdown, ήταν απλώς υπερβολικά. Ο Λεβί, υιοθετώντας εσφαλμένες προκείμενες, υποστηρίζει ότι στη δεκαετία του '50 και του '60 η Γαλλία και ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπισαν παρόμοιες με τη σημερινή πανδημίες, τόσο με τη «γρίπη του Χονγκ Κoνγκ», που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 30.000 ανθρώπων στη Γαλλία και 50.000 ανθρώπων στις ΗΠΑ, όσο και με την «ασιατική γρίπη», που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 100.000 ανθρώπων στις ΗΠΑ και άγνωστου αριθμού ανθρώπων στη Γαλλία. Συνεπώς, καταλήγει, η κρίση της COVID-19 δεν αποτελεί τη χειρότερη υγειονομική καταστροφή του αιώνα, τα ΜΜΕ διογκώνουν την κατάσταση και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από άλλα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στον πλανήτη, και η διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας θα έχει απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες.
Το σφάλμα στο συγκεκριμένο επιχείρημα έγκειται στην αρχική παραδοχή ότι οι πανδημίες είναι συγκρίσιμες και μάλιστα παρόμοιες μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, για δυο λόγους: Πρώτον, διότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στον κόσμο εξήντα χρόνια πριν διαφέρουν ριζικά από τις σημερινές συνθήκες, σε επίπεδο μετάδοσης, περίθαλψης και κατάστασης του συστήματος υγείας. Δεύτερον, διότι η σύγκριση των θυμάτων των παλαιότερων πανδημιών με την τρέχουσα, αν υποθέσουμε ότι μπορεί να γίνει σε απόλυτο αριθμό, δεν λαμβάνει υπόψιν ότι τα θύματα σήμερα, είναι θύματα «εντός» αυστηρών περιοριστικών μέτρων -την αναγκαιότητα των οποίων αμφισβητεί ο Λεβί- και τα οποία πιθανότατα θα ήταν πολλαπλάσια αν δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα, όπως προτείνει.
Ένα άλλο επιχείρημα βασισμένο σε εσφαλμένες προκείμενες, ήταν αυτό που δημοσίευσε η εφημερίδα Wall Street Journaliii και έγινε σύντομα viral. Ο δημοσιογράφος, εκκινώντας από την παραδοχή ότι ο πληθυσμός της Νέας Υόρκης και της Σουηδίας είναι σχεδόν ίδιος, παρουσιάζει τα διαφορετικά μέτρα και τις διαφορετικές επιπτώσεις της πανδημίας στις δύο περιοχές, ασκώντας κριτική στους κατοίκους και στην ηγεσία της αμερικανικής πολιτείας για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την κατάσταση. Όμως η σύγκριση του πληθυσμού της Σουηδίας με τον πληθυσμό της Νέας Υόρκης, παρότι σε απόλυτα νούμερα βρίσκεται κοντά, αποτελεί μια παντελώς λανθασμένη και παραπλανητική προκείμενη, καθώς η Σουηδία είναι μια αραιοκατοικημένη χώρα με μόλις 23 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ η πόλη της Νέας Υόρκης μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη με 10.756 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (το Μανχάταν έχει 27.673 κατοίκους/χλμ2), χωρίς να υπολογίσει κανείς σε αυτήν την πυκνότητα πληθυσμού τους τουρίστες, τους επισκέπτες και τους εργαζόμενους στην πόλη της Nέας Yόρκης. Δεν χρειάζεται να είσαι επιδημιολόγος για να καταλάβεις ότι ο πληθυσμός αυτών των δύο περιοχών δεν είναι συγκρίσιμος. Παρόμοια επιχειρήματα βασισμένα σε εσφαλμένες προκείμενες διατυπώθηκαν πλειστάκις στον Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα με μη συγκρίσιμες «συγκρίσεις» κατά την πορεία της πανδημίας, πετυχαίνοντας να πείσουν το κοινό και να ικανοποιήσουν τη σκοπιμότητα ή τη ματαιοδοξία της ρητορικής εκείνων που τα εξέφρασαν.
Στην περίπτωση του Γάλλου φιλοσόφου ωστόσο, η χρήση των εσφαλμένων προκείμενων για τη σύγκριση των πανδημιών, έγινε γρήγορα αντιληπτή από μια μερίδα του ακροατηρίου του, αναγκάζοντας τον Λεβί να δικαιολογηθεί.v Σε επόμενη τοποθέτησή του, ισχυρίστηκε ότι είναι πολλοί αυτοί που εκμεταλλεύονται την παρούσα κατάσταση, για να επιβάλουν αυστηρά μέτρα τα οποία ικανοποιούν την ατζέντα της ολοκληρωτικής πολιτικής τους, όπως κάνει ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν, ή για να αποκομίσουν πολιτικό όφελος από τη φυσική αυτή καταστροφή, κηρύσσοντας πόλεμο σε έναν αόρατο εχθρό, όπως κάνουν οι Τραμπ και Μακρόν. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγοντας ουσιαστικά να επανατοποθετηθεί στο αρχικό του επιχείρημα, ο Λεβί, εισήγαγε στη συζήτηση νέα επιχειρήματα, προκειμένου να εκτρέψει την προσοχή του ακροατηρίου του και να συνεχίσει την κριτική του. Χρησιμοποίησε ουσιαστικά την τεχνική της «κόκκινης ρέγκας», η οποία οδηγεί τη συζήτηση αλλού χωρίς να διορθώσει το προηγούμενο σφάλμα του. Οι «κόκκινες ρέγκες»v αποτελούν μια από τις 100 περίπου διαφορετικές τεχνικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος για να κερδίσει μια αντιπαράθεση [2].
Ο Λεβί όμως, που είχε αναμετρηθεί στο παρελθόν επιτυχώς με τον «αμερικανικό μύθο», ακολουθώντας σε ένα μακρύ οδοιπορικό τα βήματα του Τοκβίλ στην Αμερική των μεγάλων αντιθέσεων [3], δεν κατάφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση να πείσει επιτυχώς για τον «μύθο της πανδημίας». Ένα υποψιασμένο ακροατήριο, που έχει τη δυνατότητα να διακρίνει τις λογικές πλάνες που κρύβονται πίσω από τα επιχειρήματα, δεν είναι εύκολο να ξεγελαστεί. Καταλαβαίνει ότι η σύγκριση της θνησιμότητας της COVID-19 με τη θνησιμότητα των τροχαίων ή με τη θνησιμότητα από καρκίνο, συνιστά λογικό σφάλμα, όπως και η εκτροπή μιας συζήτησης για τη σοβαρότητα της πανδημίας στα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών από την πώληση των εμβολίων, αποτελεί λογική της κόκκινης ρέγκας.
Για περαιτέρω ενημέρωση επί του θέματος δείτε:
[1] Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο. Arthur Schopenhauer. Μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά. Πατάκης
[2] Πώς να κερδίσετε μια αντιπαράθεση. Η χρήση και η κατάχρηση της Λογικής. Pirie Madsen. Μτφρ. Σοφία Ανδρεοπούλου. Κέδρος
[3] American Vertigo. Bernard-Henri Levy. Μτφρ. Μαρία Μαλαφέκα. Κέδρος
i Προκείμενες ονομάζονται οι αρχικές προτάσεις ενός συλλογισμού, από τις οποίες προκύπτει το λογικό συμπέρασμα. Για παράδειγμα, οι προτάσεις «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» και «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος», αποτελούν προκείμενες προτάσεις που οδηγούν στο συμπέρασμα «ο Σωκράτης είναι θνητός».
ii Διαβάστε το αρχικό άρθρο του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί εδώ
iii Διαβάστε το δημοσίευμα της Wall Street Journal εδώ
iv Διαβάστε την ύστερη τοποθέτηση του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί επί του θέματος εδώ
v Οι κόκκινες ρέγκες, λόγω της ισχυρής μυρωδιάς τους, υποτίθεται ότι αποσπούν την προσοχή των σκύλων ιχνηλάτησης, εκτρέποντάς τους από τον στόχο που πρέπει να ακολουθήσουν.