Marquis de Sade: Η Ηθική του Κακού
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Γραμμένη λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση η νουβέλα του de Sade αποκαλύπτει, την εκλεκτή συγγένεια του συγγραφέα με τον Hobbes, καθώς προβάλει με επιτυχία την εγγενώς «κακή» φύση του ανθρώπου. Αντίθετα με τον σύγχρονο του, Jean - Jacques Rousseau, που θεωρούσε ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αγαθός κι ευγενής, ο de Sade υπερασπίζεται την ατομική ηδονή ως το μέγιστο αγαθό μιας κατά τα άλλα εγωιστικής και α-ήθικης οντότητας.
Keywords: de Sade, Lacan, Kant
Γούναρης, Α. (2011). Marquis de Sade: Η Ηθική του Κακού. Ελευθεροτυπία. Ένθετο Βιβλιοθήκη. τ. 641 (05.02.11). Ανακτήθηκε 06/02/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/marquis-de-sade-the-ethics-of-evil/
Πριν λίγες ημέρες, έπεσε στα χέρια μου ο πρώτος τίτλος από την καινούργια σειρά Ερωτικής Λογοτεχνίας των Εκδόσεων Νεφέλη, σε διεύθυνση Δούκα Καπάνταη. Πρόκειται απ’ όσο φαίνεται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα, το οποίο ξεκινάει εντυπωσιακά με την έκδοση της εμβληματικής Justine του Μαρκησίου de Sade, σε νέα ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση του Δημήτρη Γκινοσάτη. Η όλη αισθητική του τόμου, που περιλαμβάνει τις γκραβούρες της πρωτότυπης Γαλλικής έκδοσης, και κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη με το ιδιαίτερα ευρηματικό του εξώφυλλο, προϊδεάζουν (θέλω να πιστεύω) για μια εξίσου εντυπωσιακή συνέχεια.
Παίρνοντας το βιβλίο, διασκέδασα με την σκέψη ότι κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία «επικίνδυνα» πλησίον των εορτών, ενδεχομένως ως «κατάλληλο» Χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα. Τελικά ίσως ναι! Όπως το συνολικό έργο του de Sade, έτσι και η Justine μπορεί να ειδωθεί ως ένα βιβλίο για την Ηθική που πιθανώς, αν θέλει κάποιος να προβοκάρει, να ανιχνεύσει μια βαθύτερη σχέση με τον Χριστιανισμό. Και φυσικά δεν εννοώ αφηγηματικά- όπως για παράδειγμα όταν το μικρό κορίτσι καταφεύγει στο μοναστήρι για να εξομολογηθεί και τελικά μετατρέπεται σε αντικείμενο των σεξουαλικών διαστροφών των καλογήρων- αλλά καθαρά φιλοσοφικά.
Γραμμένη λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση η νουβέλα του de Sade αποκαλύπτει, όπως έχει υποστηριχθεί, την εκλεκτή συγγένεια του συγγραφέα με τον Hobbes, καθώς προβάλει με επιτυχία την εγγενώς «κακή» - σε εισαγωγικά το τονίζω - φύση του ανθρώπου. Αντίθετα με τον σύγχρονο του, Jean - Jacques Rousseau, που θεωρούσε ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αγαθός κι ευγενής, ο de Sade υπερασπίζεται την ατομική ηδονή ως το μέγιστο αγαθό μιας κατά τα άλλα εγωιστικής και α-ήθικης οντότητας. Η πρωταγωνίστριά του, η δωδεκάχρονη αρχικά Justine, αναζητώντας την αρετή, εμπλέκεται σε μια σειρά από εξωφρενικές περιπέτειες. Βοηθώντας ένα θύμα ληστείας, καταλήγει φυλακισμένη σε ένα μπουντρούμι, ζητώντας το έλεος ενός δικαστή εξευτελίζεται δημόσια, κ.λπ., υποκύπτοντας πάντα στην σεξουαλική κακοποίηση της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια αμιγώς τραγική ηρωίδα όπου η ίδια η φύση παρεμβαίνει τελικώς στην κάθαρση και απελευθέρωση της…
Για τον de Sade, η χωρίς φραγμούς εναρμόνιση με τη φύση – και δη με την ανθρώπινη φύση μας- οδηγεί στην υπέρτατη μορφή ελευθερίας. Για να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό, είναι απαραίτητη η απεξάρτηση από κάθε μορφή κοσμικής ή υπερβατικής εξουσίας, που επιβάλει τις αρχές και ορίζει το καλό και τα κακό. Απελευθερωμένος ο άνθρωπος από τις «έξωθεν» επιταγές, μπορεί να επιλέξει το κακό, όπως και το καλό, χωρίς καμιά ηθική βαρύτητα. Πιθανότατα όμως στο τέλος, θα επιλέξει το κοινώς νοούμενο «κακό», επειδή έτσι επιβάλλεται από την εγγενώς «κακή» φύση του. Πράττοντας όμως κάποιος σύμφωνα με τη φύση του, η κάθε του πράξη χάνει το αξιολογικό και –συνεπώς- ηθικό της φορτίο. Με αυτόν τον τρόπο το «κακό» νομιμοποιείται και η διεκδίκησή του γίνεται δικαίωμα όλων.
Πέραν όμως μιας τέτοιου τύπου οντολογικής – και εν πολλοίς ισχυρής- θεμελίωσης του «κακού» ως εγγενούς ιδιότητας του ανθρώπινου είδους, έχουν επιχειρηθεί και ορισμένες αμιγώς ηθικές προσεγγίσεις στο έργο του μαρκησίου.
Δυο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αν και με βρίσκουν αντίθετο, θέσεις, προέρχονται από δυο γνωστούς γάλλους: τον δημοφιλή στις μέρες μας Michel Onfray και τον «κλασσικό» πλέον Jacques Lacan. Ο πρώτος ερμηνεύει τον de Sade με γνώμονα την σκληροπυρηνική Χριστιανική ηθική του Παύλου και ο δεύτερος μέσω μιας απροσδόκητης σύγκρισης με την κατηγορική προσταγή του Immanuel Kant.
Ο Onfrey αναγνωρίζει στον de Sade κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «χριστιανικό θανατοφιλικό πάθος». Μέσω της άρνησης του άλλου, της απόρριψης του σώματός του, ως ταυτόσημο με την ηθική του προσωπικότητα - απέναντι στην οποία έχουμε δικαιώματα και υποχρεώσεις- συντηρείται, σύμφωνα με τον Onfrey, ο χριστιανικός μηδενισμό της σάρκας, και μαζί όλα τα συνεπακόλουθα ενός φοβικού δόγματος. Με μια, υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, ανάγνωση, θα μπορούσε εύκολα να διαπιστωθούν ομοιότητες της σαδικής απόλαυσης του πόνου με την χριστιανική τιμωρία της σάρκας, του φαινομενικού σαδικού μίσους για τις γυναίκες με τον αντίστοιχο νευρωτικό (κατά τον Οnfrey) μισογυνισμό (;) του αποστόλου Παύλου, την ηδονή εκ βασανισμού με την υπερβατική έκσταση του θρησκευτικού μαρτυρίου κ.ο.κ.
Ο de Sade, λέει ο Onfrey, συνδέει την αγαλλίαση με τον θάνατο, την απόλαυση με τον βασανισμό, την μακαριότητα με την δολοφονία, την ηδονή με το μαρτύριο. To νόημα του σαδικού ερωτισμού είναι εν τέλει η εκμηδένιση και ο θάνατος, και αυτό συνάδει με το χριστιανικό πνεύμα του μηδενιστικού ερωτισμού που οδηγεί στην αναζήτηση του ανύπαρκτου σώματος ταυτόχρονα με την επιθυμία κακομεταχείρισης –βασανισμού- άρνησης, του υπαρκτού σώματος.
Ο θάνατος συνιστά έναν κοινό παρονομαστή της θέσης του Onfray με την λακανική προσέγγιση του de Sade, παρότι ο Lacan διαχωρίζει τον υπαρξιακό από τον φυσικό θάνατο. Το ενδιαφέρον ωστόσο έγκειται στην κατά Lacan καντιανή ανάγνωση του έργου του de Sade. Ο Kant, στην προσπάθειά του να απαλλάξει την ηθική από την λεγόμενη φυσιοκρατική πλάνη – στην οποία οδηγεί με ακρίβεια η αναζήτηση του μέγιστου αγαθού- εισηγήθηκε μια ηθική προσταγή ως επιστέγασμα αυτού που ονόμασε πρακτικό λόγο. Σε αντίθεση με τον θεωρητικό λόγο που προσανατολίζεται στη γνώση και βασίζεται στην εμπειρία, ο πρακτικός λόγος του Kant προσανατολίζεται στην ηθική πράξη και βασίζεται - όχι στην εμπειρία- αλλά στην ελεύθερη βούληση. Για να είναι ηθική μια πράξη θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής αρχών και να υπακούει στην περίφημη κατηγορική προσταγή: «πράξε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί να καταστεί συγχρόνως καθολικός νόμος». Αυτή η καθολικότητα αποτέλεσε την βάση για την κατασκευή μιας αντίστοιχης –καντιανού τύπου – σαδικής προσταγής από τον Lacan.
Ο Lacan υποστηρίζει ότι το ηθικό μέρος της φιλοσοφίας του de Sade συνοψίζεται σε μια αρχή όπως: «Έχω το δικαίωμα να χρησιμοποιώ και να απολαμβάνω το σώμα σου- μπορεί να μου πει οποιοσδήποτε- και θα ασκώ αυτό το δικαίωμα χωρίς κανένα όριο να περιορίσει την παρορμητικότητα της βούλησής μου για κορεσμό.» Αυτή η αρχή, ανάλογα με την κατηγορική προσταγή είναι δυνάμει καθολικοποιήσιμη, αφού εμπεριέχει την σημείωση «μπορεί να μου πει ο καθένας», εγκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο μια αρχή αμοιβαιότητας. Δεν είναι μόνο το ότι μπορώ να πω στον άλλο ότι έχω το δικαίωμα να απολαύσω το κορμί του αλλά ότι κι ο άλλος μπορεί να πει το ίδιο σε μένα. Ο de Sade δεν παρουσιάζει μία κοινωνία όπου o άρχων λέει «έχω το δικαίωμα να απολαύσω τα κορμιά όλων των υπηκόων μου», αλλά αντίθετα υποστηρίζει ότι όλοι μπορούν να πουν το ίδιο στον άλλον, και αυτό είναι εν τέλει συνεπές με το πνεύμα ισότητας και ελευθερίας που προβάλει ως αίτημα της εποχής.
Σε τούτο όμως το σημείο διαφαίνεται κι αυτό που ο Lacan ονομάζει σαδικό παράδοξο. Στην πραγματικότητα το όριο της παρορμητικότητάς μου, στη χρήση του σώματος του άλλου, δεν υπάρχει και συνεπώς μπορεί να επεκταθεί μέχρι θανάτου. Και φυσικά είναι αδύνατο να σκεφτούμε μία κοινωνία στην οποία μπορεί να ισχύει ένας τέτοιος νόμος γιατί η καθολικοποίηση του ίδιου του δικαιώματος της χρήσης του σώματος του άλλου μέχρι θανάτου, θα οδηγούσε την ίδια την κοινωνία σε εξαφάνιση.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολύσημης ερμηνείας μιας, κατά κάποιους αδαείς, «βλάσφημης», «προκλητικά πορνογραφικής» ή και «βαρετής» (έχει ειπωθεί και αυτό!) νουβέλας, αναδύεται εύλογα το ερώτημα του Nietzsche, για το αν η φιλοσοφία εν τέλει δεν συνίσταται, παρά σε μια ερμηνεία και μια παρερμηνεία του σώματος. Ενός σώματος, που εμπλέκεται αυθαίρετα, θα μπορούσαμε ίσως να συμπληρώσουμε, σε αξιολογικές και ηθικές κρίσεις._