O Heidegger και η Οδήγηση της Μοτοσυκλέτας: Οι Έννοιες της Ενσώματης Νόησης και του Επιδέξιου Χειρισμού ως Αντικείμενο Έρευνας των Γνωσιακών Επιστημών
3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γνωσιακής Επιστήμης, Ελληνική Εταιρεία Επιστημών της Γνώσης και της Νόησης, Λεύκες Πάρου, 2011.
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Στην ανακοίνωση αυτή παρουσιάζω ορισμένα από τα βασικά σημεία της φιλοσοφίας του Heidegger, που αποτελούν ενδιαφέρον πεδίο συζήτησης για το θεωρητικό και ερευνητικό υπόβαθρο των γνωσιακών επιστημών και νευροεπιστημών και παράλληλα συγκροτώ ένα επιχείρημα για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Συγκεκριμένα εστιάζω στο ζήτημα της ενσώματης νόησης και του επιδέξιου χειρισμού και ειδικότερα στον τρόπο που ο άνθρωπος χειριζόμενος εργαλεία και αντικείμενα, αλληλεπιδρά με τον κόσμο του και καθίσταται στο ίδιο δομικό επίπεδο με αυτόν, εξαλείφοντας –κατά μια έννοια- την διάκριση μεταξύ δρώντος υποκειμένου και κόσμου. Η υπόθεση αυτή είναι οντολογικά και εννοιολογικά θεμελιώδης, διότι θέτει υπό έλεγχο παραδοσιακές παραδοχές και ενδεχομένως εσφαλμένες προκείμενες βάσης, οι οποίες εμποδίζουν σε ορισμένα πεδία την έρευνα για την ανθρώπινη νόηση.
Η ιδέα του Heidegger, στην οποία βασίζεται η ανακοίνωση, είναι ότι η πιο σημαντική μας ικανότητα ως ανθρώπινα όντα, δεν είναι η υπολογιστική σκέψη μας, αλλά η ικανότητά μας να συμπλεκόμαστε με τον κόσμο και να αναπτύσσουμε δεξιότητες που δεν είναι διανοητικές -με την έννοια του στοχασμού- αλλά πρακτικές. Τέτοιες δεξιότητες, όπως η οδήγηση της μοτοσυκλέτας, η ζωγραφική, ο χειρισμός των μουσικών οργάνων, τα σύνθετα κυρίως σπορ, οι πολεμικές τέχνες, κ.α. προϋποθέτουν ένα είδος ενσώματης γνώσης και ταυτόχρονα μια διαρκή αλληλεπίδραση με το ίδιο το αντικείμενο και τον κόσμο μέσα στον οποίο συμβαίνει ο συγκεκριμένος χειρισμός.
Για τον Heidegger βρισκόμαστε σε μια συνεχή σύμπλεξη με τα «πράγματα» μέσα στον κόσμο «πραγματ-ευόμενοι» διαρκώς κάτι. Για την κατανόηση της φύσης του Είναι το πράττειν και ο επιδέξιος χειρισμός είναι περισσότερο καθοριστικά από αυτό που ονομάζουμε «συνείδηση». Για να γίνει κατανοητό το επιχείρημα του Heidegger είναι σημαντικό να σημειωθεί η διάκριση που κάνει, στον τρόπο ύπαρξης των όντων. Συγκεκριμένα ξεχωρίζει την «προχειρότητα» (Zuhandenheit) των εργαλείων όταν εμπλεκόμαστε στη χρήση τους και καλούμαστε να τα χειριστούμε επιδέξια, από την «παρεύρεση» (Vorhandenheit) των αντικειμένων όταν τα συλλαμβάνουμε νοητικά. Για τον Heidegger η προχειρότητα δεν συνιστά ένα σύνολο ιδιοτήτων και λειτουργικών χαρακτηριστικών για το «τι_είναι» το κάθε εργαλείο, αλλά αντιθέτως θεωρεί ότι το κάθε εργαλείο αποτελεί για τον χειριστή μια παρακίνηση για δράση, δηλαδή ένα για_να. [π.χ. για_να_οδηγώ, για_να_μετακινούμαι, για_να_παίζω_μουσική κ.ο.κ.]. Ο Dreyfus, διακρίνει ορισμένα στάδια για την επίτευξη ενός επιδέξιου χειρισμού, από τον αρχάριο μέχρι τον ειδήμονα και τελικά τον μάστερ, τον «αυθεντικό» δηλαδή επιδέξιο χειριστή ενός «πρόχειρου» όντος. Για να επιτευχθεί όμως η μέγιστη κατοχή μιας τέτοιας δεξιότητας πρέπει να συμβεί τελικά, αυτό που ο Heidegger ονομάζει «απόσυρση» της προχειρότητας του εργαλείου. Για παράδειγμα, καθώς μαθαίνουμε να οδηγούμε μια μοτοσυκλέτα, το να παρατηρούμε τις κινήσεις και τις επιδόσεις μας, ενώ μακροπρόθεσμα βελτιώνει τον χειρισμό μας, βραχυπρόθεσμα, αυτή η διάσπαση της προσοχής μας, μπορεί να επιδράσει αρνητικά στις επιδόσεις μας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και όταν πια έχουμε μάθει να οδηγούμε. Ενώ μπορούμε να παρατηρούμε τους περαστικούς ή να σκεφτόμαστε φιλοσοφία, αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πρώτα τις κινήσεις μας και μετά π.χ. να γέρνουμε στη στροφή ή να αλλάζουμε τις ταχύτητες, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ισορροπία μας. Αυτό που συμβαίνει στον επιδέξιο χειρισμό είναι ότι η βασική εμπειρία παύει να περιλαμβάνει τελικά το εργαλείο ως_κάτι για_να κάνουμε κάτι άλλο. Ενώ δηλαδή, ένας εξωτερικός παρατηρητής, για παράδειγμα, μπορεί να περιγράψει «αντικειμενικά» ότι ο οδηγός χρησιμοποιεί τη μοτοσυκλέτα του, ως μοτοσυκλέτα, για να μετακινηθεί στον δρόμο, ο ίδιος ο αναβάτης, δεν βιώνει την μοτοσυκλέτα ως μοτοσυκλέτα. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν βιώνει την μοτοσυκλέτα καν. Απλώς νοιάζεται για την δυνατότητα που έχει να μετακινηθεί γρήγορα στον δρόμο.
Η θέση αυτή σχετίζεται άμεσα δυο ζητήματα που άπτονται της γνωσιακής έρευνας: το πρώτο αφορά αυτό που οι μορφικοί ψυχολόγοι ονομάζουν «επικλήσεις» (solicitations) και ο J.J. Gibson, αργότερα, ονομάζει «παρεχόμενες δυνατότητες» (affordances), και το δεύτερο αφορά αυτό που οι γνωσιακοί φαινομενολόγοι ονομάζουν «σωματικό σχήμα» ή «σωματική σύνθεση».
Σχετικά με το πρώτο, η αυθεντική «προχειρότητα», που είναι για τον Heidegger άρρηκτα συνυφασμένη με τον επιδέξιο χειρισμό, δεν αποτελεί μια σταθερή εγκεφαλική λειτουργία, που συναντάται σε έναν προκαθορισμένο τύπο κατάστασης, ο οποίος πυροδοτεί μια προκαθορισμένη απόκριση, που είτε επιτυγχάνει είτε αποτυγχάνει. Αντιθέτως, όπως σημειώνει ο Dreyfus, η προχειρότητα, βιώνεται ως «επίκληση» ή ως «παρεχόμενη δυνατότητα» που προκαλεί μια ελαστική απόκριση ανάλογα με το νόημα που προσδίδεται κάθε φορά στην τρέχουσα κατάσταση. Αυτό που παρατήρησε ο Walter Freeman πειραματιζόμενος με τον οσφρητικό βολβό κουνελιών, είναι ότι οι συμπεριφορές τους, βασίζονται σε πρότυπα που δημιουργούνται και καταρρέουν συνεχώς και όχι απλώς σε αναγνώσεις κάποιων σταθερών πρότυπων δράσης. Γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχουν δυο όμοιες αποκρίσεις, όπως δεν υπάρχουν δυο όμοιες χειρόγραφες υπογραφές, που ενώ είναι εύκολα αναγνωρίσιμες δεν είναι ποτέ ακριβώς οι ίδιες. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Freeman, όταν ένα κουνέλι μυρίζει ένα καρότο, η εγκεφαλική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, συνιστά το αποτέλεσμα του αθροίσματος των προηγούμενων βιωμάτων του ζώου, σχετικά με τα καρότα, και αυτή η κατάσταση είναι άμεσα σε σύζευξη ή «απηχεί», τις παρεχόμενες δυνατότητες που προσφέρονται από αυτό το συγκεκριμένο καρότο. Εκείνο που, στη φυσική εισροή, είναι άμεσα αντιληπτό κάθε φορά που το κουνέλι οσφραίνεται, είναι μια δυνατότητα…
Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, ένα καλό παράδειγμα «σωματικής σύνθεσης» αποτελεί η περιγραφή του Merleau-Ponty για τον χειρισμό του μπαστουνιού βάδισης από έναν τυφλό. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, από την στιγμή που το μπαστούνι έχει γίνει οικείο εργαλείο, ο κόσμος των πραγμάτων, που είναι δυνατόν να αισθανθεί ο τυφλός, επεκτείνεται και αρχίζει πλέον, όχι στο δέρμα του χεριού αλλά στο άκρο του μπαστουνιού. Οι πιέσεις στο χέρι και στο μπαστούνι δεν είναι πλέον δεδομένες επειδή το μπαστούνι δεν είναι πλέον ένα αντικείμενο, αλλά αναπόσπαστο μέρος του τρόπου με τον οποίο ο τυφλός αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Πρόκειται δηλαδή για ένα σωματικό εξάρτημα- τμήμα, που προεκτείνει τη σωματική του σύνθεση. Μια ανάλογη περιγραφή θα μπορούσε να κάνει και ένας έμπειρος οδηγός μοτοσυκλέτας για τον τρόπο που αλληλεπιδρά, μέσω της μοτοσυκλέτας, με το περιβάλλον του, τον δρόμο και την άσφαλτο.
Ορισμένα εργαστηριακά πειράματα, πριν και μετά την χρήση εργαλείων, έχουν καταδείξει την αναδιοργάνωση των νευρώνων καθώς και την προέκταση του αισθητηριακού ερεθίσματος όχι στην άκρη του χεριού, όπως είναι αναμενόμενο, αλλά στην άκρη των εργαλείων που χρησιμοποιούμε.
Είναι φανερό πως το ερευνητικό πεδίο στα συγκεκριμένα ζητήματα παραμένει ανοιχτό. Συχνά, τα φιλοσοφικά εννοιολογικά προβλήματα παρότι αρχικά μοιάζουν μόνο γλωσσικά, στη συνέχεια παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιστημονικές εξελίξεις. Ενδεχομένως λοιπόν, οι έννοιες της ενσώματης γνώσης και του επιδέξιου χειρισμού, όπως προκύπτουν από την χαϊντεγκεριανή θεωρία, να μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περεταίρω μελέτης για τις επιστήμες της νόησης, επανακαθορίζοντας τον τρόπο εξέτασης του νοούντος υποκειμένου και εξαλείφοντας τον δυισμό εγκεφάλου που νοεί και κόσμου που νοείται.
Keywords: embodied cognition, skilful coping, affordances