Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη: Από την Επιχειρησιακή Ηθική στο «Fair Play»
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Οι επιχειρήσεις, δρουν και αναπτύσσονται μέσα σε ένα σύστημα αγοράς το οποίο χαρακτηρίζεται από συνέργιες και συμπληρωματικότητα. Σε ένα σύστημα συμπληρωματικό, δεν μπορώ να ζημιώσω κάποιον, χωρίς να ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
Keywords: Business ethics, corporate responsibility, Kant, game theory
Γούναρης, Α. (2012). Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη: Από την Επιχειρησιακή Ηθική στο «Fair Play». Εφημερίδα Εξπρές 6/2012 σ.16-17. Ανακτήθηκε ΗΜ/ Μ/ ΕΤΟΣ από www.alkisgounaris.gr/ URL
Με αφορμή την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση, έγινε εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με την ηθική ευθύνη των επιχειρήσεων. Όσοι ασχολούνται με την «Επιχειρησιακή Ηθική», θα έχουν προβληματιστεί σχετικά με το «οξύμωρο» του όρου, αφού αμφισβητείται με ισχυρά επιχειρήματα το κατά πόσο μπορούν «τεχνητά» ή «νομικά» πρόσωπα (όπως οι επιχειρήσεις) να είναι «ηθικά πρόσωπα» και κατά συνέπεια να έχουν ηθική ευθύνη για τη δράση τους. Τα επιχειρήματα που απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις από την ηθική ευθύνη, εφόσον δεν είναι ηθικά πρόσωπα, αντλούνται τόσο από το οπλοστάσιο της φιλοσοφίας του Kant και του ωφελιμισμού, αλλά και από σύγχρονες θεωρίες που αντιλαμβάνονται το επιχειρείν ως παιχνίδι (Beversluis, 1987 ˙ Carr, 1968), ή ως εργαλείο (Friedman, 1962) όπου υπάρχουν μεν κανόνες, αλλά οι ηθικοί περιορισμοί παύουν να ισχύουν.
Με καντιανούς όρους, για να αξιολογηθεί ηθικά μια πράξη, αυτός που την επιτελεί θα πρέπει να είναι ελεύθερος. Για παράδειγμα, αν ένας έμπορος αποφασίσει να είναι τίμιος και να μην κλέβει στο ζύγι, η υιοθέτηση αυτής της αρχής έχει ηθική αξία, μόνον αν ο έμπορος αυτός δεν συναρτά την αρχή του με εξωγενείς παράγοντες (που τον δεσμεύουν και τον καθιστούν ανελεύθερο), όπως, για παράδειγμα, η αποκόμιση κέρδους, ή πελατείας, από τη στιγμή που δεν κλέβει στο ζύγι. Το ότι μια επιχείρηση οφείλει να υιοθετήσει αρχές «για να» αναδεικνύει το κοινωνικό της προφίλ, «για να» αποκομίσει κάποιο κέρδος ή «για να»… οτιδήποτε, δεν μπορεί θεωρηθεί ότι υιοθετεί ηθικές αρχές, σύμφωνα με την θεωρία του Kant, αφού η υιοθέτηση των αρχών της σχετίζεται με εμπορικούς λόγους, εν προκειμένω την αποκόμιση κάποιου είδους κέρδους, γεγονός που την καθιστά ανελεύθερη. Από την άλλη πλευρά, όσοι υποστηρίζουν ότι ο καντιανισμός είναι για τα φυσικά πρόσωπα και ο ωφελιμισμός για τις επιχειρήσεις (French 1995), δύσκολα θα δώσουν μια πειστική απάντηση σε ερωτήματα του τύπου: α) είναι ηθικά θεμιτό ή όχι μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργάτες της χώρας της και να εγκατασταθεί (με σκοπό τη μείωση του κόστους) σε μια άλλη χώρα προσφέροντας εργασία σε 5.000 ή και περισσότερους εργάτες (με χαμηλότερα φυσικά μεροκάματα) που ζουν σε δυσμενέστερες συνθήκες από τους 1.000 απολυμένους; Ή β) είναι ηθικά θεμιτό ή όχι, μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργαζόμενους (με σκοπό την βελτίωση των αποτελεσμάτων της) προσφέροντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερα κέρδη στους 100.000 μετόχους της, που έχουν επενδύσει στις μετοχές της, τις οικονομίες τους;
Ευθύνη προσώπων vs ευθύνης επιχειρήσεων
Πράξεις, σαν τις παραπάνω, δεν μπορούν να αξιολογηθούν ad hoc, ούτε να κριθούν εκ του αποτελέσματος. Οι πράξεις κρίνονται πάντα ως πράξεις κάποιου προσώπου και περικλείουν «νοητικά» ενεργήματα του προσώπου αυτού, δηλαδή προθέσεις, επιθυμίες, πεποιθήσεις, έξεις, κλπ. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί (Matthews, Goodpastor, & Nash, 1985) που στη προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την ηθική των επιχειρήσεων μεταφέρουν αυθαίρετα τις ιδιότητες του προσώπου, στην ομάδα ή στο περιβάλλον που δρουν τα πρόσωπα. Το γεγονός όμως, ότι οι ηθικές πράξεις συμβαίνουν μέσα σε κάποιο περιβάλλον, δεν σημαίνει αυτόματα, ότι οι ιδιότητες ή ο χαρακτήρας των πράξεων μπορεί να μεταφερθεί από το πρόσωπο στο περιβάλλον. Μόνον «μεταφορικά» θα μπορούσε κανείς να αναφέρεται σε ηθική «επινοημένων» οντοτήτων όπως οι επιχειρήσεις, τα πολιτικά κόμματα ή οι ομάδες. Οι επιχειρήσεις ως «λειτουργικά» νομικά πρόσωπα, δηλαδή οντότητες επινοημένες και κατασκευασμένες από τον άνθρωπο, δεν συνιστούν άθροισμα ούτε της βούλησης, ούτε της επιθυμίας, ούτε των προθέσεων και των αρχών των μετόχων, των εργαζομένων και της διοίκησης τους. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν βούληση, επιθυμίες, προθέσεις ή συναισθήματα. Δεν υιοθετούν ελεύθερα αρχές, ούτε μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στον οντολογικό τους σκοπό, τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκαν, που είναι η δημιουργία οικονομικού κέρδους. Οι επιχειρήσεις είναι εργαλεία στα χέρια των μετόχων τους, που στοχεύουν στο κέρδος. Τα εργαλεία δεν έχουν ηθική. Αν μπορεί να μιλήσει κανείς για ευθύνη των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον Friedman, η μόνη τους ευθύνη είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμένουν μέσα στο πλαίσιο των «κανόνων του παιχνιδιού», που είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η εμπλοκή στον ελεύθερο και ανοιχτό ανταγωνισμό, χωρίς να παραπλανούν ή να διαπράττουν απάτη (Friedman, 1970).
Αυτό σημαίνει ότι είναι «εύθραυστη» η θεμελίωση μιας «ευρύτερης» επιχειρησιακής συμπεριφοράς που να προσομοιάζει με την ηθική συμπεριφορά των φυσικών προσώπων; Σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να δρουν ανεύθυνα και χωρίς κανέναν φραγμό; Κάθε άλλο.
Η επιτακτικότητα του fair play
Οι επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστούν «ηθικά πρόσωπα», έχουν την ευθύνη να δρουν σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, διότι σε ένα συμπληρωματικό σύστημα αν ζημιώσω κάποιον θα ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Η αγορά, μοιάζει περισσότερο με το παιχνίδι anti- monopoly όπου κερδισμένοι είναι όσοι ακολουθούν με υπευθυνότητα την λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. Οι επιχειρήσεις, δρουν και αναπτύσσονται μέσα σε ένα σύστημα αγοράς το οποίο χαρακτηρίζεται από συνέργιες και συμπληρωματικότητα. Σε ένα σύστημα συμπληρωματικό, δεν μπορώ να ζημιώσω κάποιον, χωρίς να ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα(Danielson 1993 ˙ French 1995). Η πρόσφατη διεθνής οικονομική κρίση το επιβεβαίωσε αυτό. Για να υπάρχουν οι επιχειρήσεις λοιπόν, είναι απαραίτητο να υπάρχουν όλοι οι αναγκαίοι όροι, που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι του «επιχειρείν».
Πρέπει να υπάρχει ισορροπημένη αγορά, ισχυροί αγοραστές, ικανοποιημένοι εργαζόμενοι, κερδισμένοι μέτοχοι, υγιής ανταγωνισμός, κλπ. Αυτό σημαίνει, ότι για να συνεχίσει να υπάρχει μια επιχείρηση στο παιχνίδι, μέσα σε μια «βιώσιμη» αγορά, έχει την ευθύνη και την υποχρέωση να υιοθετήσει συμπεριφορά, που δεν θα είναι στη κυριολεξία «ηθική» συμπεριφορά, αλλά θα διέπεται από ένα πνεύμα «έντιμου – καθαρού παιχνιδιού», fair play, που θα διαφυλάσσει όλους τους όρους και τους κανόνες, όπως αυτοί διαμορφώνονται κάθε φορά συνολικά και συμπληρωματικά από τις ανάγκες της εποχής και να τους διατηρεί με συνέπεια σε ισχύ.
Ο καπιταλισμός και το κόστος του unfair play: παράδειγμα από τη θεωρία των παιγνίων
Για να γίνει κατανοητή η επιτακτικότητα του fair play, θα χρησιμοποιήσω, αντίστροφα ένα κλασσικό παράδειγμα από τη θεωρία των παιγνίων. Το παράδειγμα, είναι γνωστό ως το δίλημμα των φυλακισμένων (Βέικος, 1987).
Σύμφωνα με το δίλημμα, υπάρχουν δύο φυλακισμένοι, Α και Β, που δεν έχουν επικοινωνία μεταξύ τους και κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Ο διευθυντής των φυλακών κάνει την ίδια πρόταση στον καθένα ξεχωριστά: «Έχεις τις εξής επιλογές με τις ακόλουθες συνέπειες».
1. Αν καταδώσεις εσύ τον άλλο και ο άλλος δεν καταδώσει εσένα, εσύ θα αφεθείς ελεύθερος και θα πάρεις ένα εκ. €, ενώ ο άλλος θα κρεμαστεί.
2. Αν εσύ δεν τον καταδώσεις και ο άλλος σε καταδώσει, τότε αυτός θα είναι ελεύθερος και πλούσιος ενώ εσύ θα πεθάνεις.
3. Αν καταδώσετε ο ένας τον άλλο, τότε θα μείνετε και οι δύο 10 χρόνια φυλακή. Κανείς δεν θα κρεμαστεί και κανείς δεν θα πάρει λεφτά.
4. Αν κανένας δεν καταδώσει τον άλλο τότε είσαστε και οι δύο ελεύθεροι αλλά χωρίς κανένα χρηματικό όφελος.
Ενώ η συμφέρουσα πρόταση είναι πασιφανώς η τέταρτη, η ανασφάλεια των φυλακισμένων τους οδηγεί συνήθως να ακολουθήσουν την τρίτη λύση φοβούμενοι μην βρεθούν στη κρεμάλα.
Αναλογικά με το δίλημμα των φυλακισμένων, τίθεται το δίλημμα του «αθέμιτου ανταγωνισμού»:
1. Αν εσύ κάνεις αθέμιτο ανταγωνισμό και ο άλλος ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, εσύ θα κερδίσεις, ο άλλος θα αφανιστεί, και το παιχνίδι κάποτε θα τελειώσει.
2. Αν εσύ ακολουθείς τους κανόνες και ο άλλος κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό θα συμβεί το αντίθετο, με αποτέλεσμα πάλι το τέλος του παιχνιδιού.
3. Αν κάνετε και οι δύο αθέμιτο ανταγωνισμό τότε θα είστε «καταδικασμένοι» σε «δαπανηρό» πόλεμο, κανείς δεν είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει και πιθανά το παιχνίδι να τελειώσει λόγω καταστροφής των αντιπάλων.
4. Αν παίζετε και οι δύο «έντιμα» το παιχνίδι, τότε θα αποκομίσετε μικρότερα κέρδη αλλά θα διασφαλίσετε την ισορροπία της αγοράς και τη συνέχιση του παιχνιδιού.
Σύμφωνα με το παράδειγμα, οι επιχειρήσεις δεν θα έπρεπε να οδηγούνται στην υιοθέτηση του fair play επειδή είναι ηθικό. Θα έπρεπε να οδηγούνται σε αυτό γιατί είναι ασφαλές, επικερδές και συμφέρον. Η εμπλοκή τους σε έναν ανταγωνισμό με αμφίβολους κανόνες, ή με κανόνες οι οποίοι παραβιάζονται, είναι αυτό που συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η ορθολογική (για το δίλημμα των φυλακισμένων) επιλογή της τρίτης δηλαδή λύσης, η λύση του unfair ανταγωνισμού, έχει οδηγήσει την αγορά στη κατάσταση που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια, βάζοντας τον καπιταλισμό σε σκληρή δοκιμασία. Το unfair play είναι «δαπανηρό» και ατελέσφορο. Η μεγάλη διαφορά με το δίλημμα των φυλακισμένων είναι, ότι στο δίλημμα του αθέμιτου ανταγωνισμού η επιλογή του unfair play και από τους δυο αντιπάλους, θα έχει ως αποτέλεσμα την χειρότερη έκβαση του παιχνιδιού και για τους δυο. Η εκδίκηση έχει κόστος. Σε ένα σύστημα συμπληρωματικό, δεν μπορώ να ζημιώσω κάποιον, χωρίς να ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.