Επιχειρήσεις και Ηθική Ευθύνη
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Με αφορμή την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση, έγινε εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με την ηθική ευθύνη των επιχειρήσεων. Όσοι ασχολούνται με την «Επιχειρησιακή Ηθική», θα έχουν προβληματιστεί σχετικά με το «οξύμωρο» του όρου, αφού αμφισβητείται με ισχυρά επιχειρήματα το κατά πόσο μπορούν «τεχνητά» ή «νομικά» πρόσωπα (όπως οι επιχειρήσεις) να είναι «ηθικά πρόσωπα» και κατά συνέπεια να έχουν ηθική ευθύνη για τη δράση τους.
Keywords: Business ethics, corporate social responsibility, Kant, Mill
Γούναρης, Α. (2008). Επιχειρήσεις και Ηθική Ευθύνη. CSR Review. τ.3. pp. 66-67. Ανακτήθηκε 04/02/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/business-and-moral-responsibility/
Τα επιχειρήματα που απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις από την ηθική ευθύνη, εφόσον δεν είναι ηθικά πρόσωπα, αντλούνται τόσο από το οπλοστάσιο της φιλοσοφίας του Kant, όσο και του ωφελιμισμού, αλλά και από σύγχρονες θεωρίες που αντιλαμβάνονται το επιχειρείν ως παιχνίδι (Beversluis, 1987 ˙ Carr, 1968) ή ως εργαλείο (Friedman, 1962) όπου υπάρχουν μεν κανόνες, αλλά οι ηθικοί περιορισμοί παύουν να ισχύουν.
Με καντιανούς όρους, για να αξιολογηθεί ηθικά μια πράξη, αυτός που την επιτελεί θα πρέπει να είναι ελεύθερος. Για παράδειγμα, αν ένας έμπορος αποφασίσει να είναι τίμιος και να μην κλέβει στο ζύγι, η υιοθέτηση αυτής της αρχής έχει ηθική αξία, μόνον αν ο έμπορος αυτός δεν συναρτά την αρχή του με εξωγενείς παράγοντες (που τον δεσμεύουν και τον καθιστούν ανελεύθερο), όπως, για παράδειγμα, η αποκόμιση κέρδους, ή πελατείας, από τη στιγμή που δεν κλέβει στο ζύγι (Πελεγρίνης 1997). Το ότι μια επιχείρηση οφείλει να υιοθετήσει αρχές «για να» αναδεικνύει το κοινωνικό της προφίλ ή «για να» αποκομίσει κάποιο κέρδος ή «για να»… οτιδήποτε, δεν μπορεί θεωρηθεί ότι υιοθετεί ηθικές αρχές, σύμφωνα με την θεωρία του Kant, αφού η υιοθέτηση των αρχών της σχετίζεται με εμπειρικούς λόγους, εν προκειμένω την αποκόμιση κάποιου είδους κέρδους, γεγονός που την καθιστά ανελεύθερη.
Από την άλλη πλευρά, όσοι υποστηρίζουν ότι ο καντιανισμός είναι για τα φυσικά πρόσωπα και ο ωφελιμισμός για τις επιχειρήσεις (French 1995), δύσκολα θα δώσουν μια πειστική απάντηση σε ερωτήματα του τύπου: [α] είναι ηθικά θεμιτό ή όχι μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργάτες της χώρας της και να εγκατασταθεί (με σκοπό τη μείωση του κόστους) σε μια άλλη χώρα προσφέροντας εργασία σε 5.000 ή και περισσότερους εργάτες (με χαμηλότερα φυσικά μεροκάματα) που ζουν σε δυσμενέστερες συνθήκες από τους 1.000 απολυμένους;... ή [β] είναι ηθικά θεμιτό ή όχι, μια επιχείρηση να απολύσει 1.000 εργαζόμενους (με σκοπό την βελτίωση των αποτελεσμάτων της) προσφέροντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερα κέρδη στους 100.000 μετόχους της, που έχουν επενδύσει στις μετοχές της, τις οικονομίες τους;
Πράξεις, σαν τις παραπάνω, δεν μπορούν να αξιολογηθούν ad hoc, ούτε να κριθούν εκ του αποτελέσματος. Οι πράξεις κρίνονται πάντα ως πράξεις κάποιου προσώπου και περικλείουν «νοητικά» ενεργήματα του προσώπου αυτού, δηλαδή προθέσεις, επιθυμίες, πεποιθήσεις, έξεις, κλπ. (MacIntyre, 1981 . Πελεγρίνης, 1986). Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί (Matthews, Goodpastor, & Nash, 1985) που στη προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την ηθική των επιχειρήσεων μεταφέρουν αυθαίρετα τις ιδιότητες του προσώπου, στην ομάδα ή το περιβάλλον που δρουν τα πρόσωπα. Το γεγονός όμως ότι οι ηθικές πράξεις συμβαίνουν μέσα σε κάποιο περιβάλλον, δεν σημαίνει αυτόματα, ότι οι ιδιότητες ή ο χαρακτήρας των πράξεων μπορεί να μεταφερθεί από το πρόσωπο στο περιβάλλον. Μόνον «μεταφορικά» θα μπορούσε κανείς να αναφέρεται σε ηθική «επινοημένων» οντοτήτων όπως οι επιχειρήσεις ή ακόμα τα πολιτικά κόμματα ή οι ομάδες. Οι επιχειρήσεις ως «λειτουργικά» νομικά πρόσωπα, δηλαδή οντότητες επινοημένες και κατασκευασμένες από τον άνθρωπο, δεν συνιστούν άθροισμα ούτε της βούλησης, ούτε της επιθυμίας, ούτε των προθέσεων ή των αρχών των μετόχων, των εργαζομένων ή της διοίκησης τους. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν βούληση, επιθυμίες, προθέσεις ή συναισθήματα. Δεν υιοθετούν ελεύθερα αρχές, ούτε μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στον οντολογικό τους σκοπό, τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκαν, που είναι η δημιουργία οικονομικού κέρδους. Οι επιχειρήσεις είναι εργαλεία στα χέρια των μετόχων τους, που στοχεύουν στο κέρδος (Friedman, 1962). Τα εργαλεία δεν έχουν ηθική. Αν μπορεί να μιλήσει κανείς για ευθύνη των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον Friedman, η μόνη τους ευθύνη είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμένουν μέσα στο πλαίσιο των «κανόνων του παιχνιδιού», που είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η εμπλοκή στον ελεύθερο και ανοιχτό ανταγωνισμό, χωρίς να παραπλανούν ή να διαπράττουν απάτη (Friedman, 1970).
Αυτό σημαίνει ότι είναι «εύθραυστη» η θεμελίωση μιας «ευρύτερης» επιχειρησιακής συμπεριφοράς που προσομοιάζει με την ηθική συμπεριφορά των φυσικών προσώπων; Σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να δρουν ανεύθυνα και χωρίς κανέναν φραγμό; Κάθε άλλο. Οι επιχειρήσεις, δρουν και αναπτύσσονται μέσα σε ένα σύστημα αγοράς το οποίο χαρακτηρίζεται από συνέργιες και συμπληρωματικότητα. Σε ένα σύστημα συμπληρωματικό, δεν μπορώ να ζημιώσω κάποιον, χωρίς να ζημιωθώ κι εγώ, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. (Danielson 1993 ˙ French 1995). Η πρόσφατη διεθνής οικονομική κρίση το επιβεβαίωσε αυτό. Για να υπάρχουν οι επιχειρήσεις είναι απαραίτητο να υπάρχουν όλοι οι αναγκαίοι όροι, που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι του «επιχειρείν». Πρέπει να υπάρχει ισορροπημένη αγορά, ισχυροί αγοραστές, ικανοποιημένοι εργαζόμενοι, κερδισμένοι μέτοχοι, υγιής ανταγωνισμός, κλπ. Αυτό σημαίνει, ότι για να συνεχίσει να υπάρχει μια επιχείρηση στο παιχνίδι, μέσα σε μια «βιώσιμη» αγορά, έχει την ευθύνη και την υποχρέωση να υιοθετήσει συμπεριφορά, που δεν θα είναι στη κυριολεξία «ηθική» συμπεριφορά, αλλά θα διέπεται από ένα πνεύμα «έντιμου – καθαρού παιχνιδιού», fair play, που θα διαφυλάσσει όλους τους όρους και τους κανόνες, όπως αυτοί διαμορφώνονται κάθε φορά συνολικά και συμπληρωματικά από τις ανάγκες της εποχής και να τους διατηρεί με συνέπεια σε ισχύ.
Βιβλιογραφία:
Beversluis, H.E. (1987). Is there “no such thing like business ethics”?. Journal of Business Ethics, 6, 2.
Carr, Α. (1968). Is Business Bluffing Ethical?. Harvard Business Review, 46, 1, pp143-153
Danielson, P. (1992). Artificial Morality. London
French, P.A. (1995). Corporate Ethics. New York: Harcourt Brace Publishers.
Friedman, M. (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
Friedman, M. (1970). The Social Responsibility of Business is to Increase Its Profits. New York Times 1970. περιλαμβάνεται στο: Green, R M. (1994). The Ethical Manager. NY: Macmillan.
Macintyre, A. (1981). After Virtue. London: Duckworth.
Matthews J. B., Goodpastor K. E., & Nash L. (1985). Policies and Persons: A casebook in business ethics. New York: McGraw Hill.
Πελεγρίνης, Θ. (1986). Η θεμελίωση του ηθικού βίου. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Πελεγρίνης, Θ. (1997). Ηθική Φιλοσοφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα