Προσέγγιση της έννοιας του όρου «φύσει» στη πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη - συνδέσεις με το σύγχρονο οικολογικό πρόβλημα
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Στο δοκίμιο αυτό επιχειρώ να αποσαφηνίσω την έννοια του όρου «φύσει» στην πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη, και κυρίως να ερμηνεύσω τον τρόπο με τον οποίο αυτή χρησιμοποιείται στα Πολιτικά και ειδικά στα χωρία που αναφέρονται στη πόλη και στον άνθρωπο. Η θέση που θα υποστηρίξω θα είναι αντίθετη με την ανάγνωση του Αριστοτέλη υπό το πρίσμα του πολιτικού νατουραλισμού, επειδή θεωρώ πως η ανάγνωση αυτή δεν αντανακλά το πνεύμα της πολιτικής θεωρίας του Αριστοτέλη με αποτέλεσμα εν μέρει να τον παρερμηνεύει και τον αφήνει εκτεθειμένο σε αντιφάσεις και ασυνέπεια. Το ενδιαφέρον, για την οικολογία, θέμα, σχετικά με το πως «διαβάζει» κανείς τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, έγκειται στο ΑΝ η πόλις – κράτος είναι φυσική οντότητα, τότε ο άνθρωπος αναγκαστικά θα ζει εξαρτημένος από αυτή, και θα συνεχίσει να είναι ετεροκαθοριζόμενος ως προς τις επιλογές του σχετικά με το φυσικό περιβάλλον.
Keywords: Aristotle, nature, physei, political naturalism, environmental ethics
Γούναρης, Α. (2006). Προσέγγιση της έννοιας του όρου «φύσει» στη πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη - συνδέσεις με το σύγχρονο οικολογικό πρόβλημα. Ανακοίνωση στην διημερίδα με θέμα: «Φύση- Αξίες - Περιβάλλον». Πανεπιστήμιο Αθηνών - Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας. Ανακτήθηκε 04/02/2019 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/an-approach-to-the-meaning-of-the-term-physei-in-the-aristotelian-political-theory/
Η θεωρία της πολιτικής φυσιοκρατίας, θεμελιώνεται στη παραδοχή ότι η πόλη (-κράτος) είναι φυσική οντότητα που ως τέτοια διαθέτει «ουσία» δηλαδή φυσικά χαρακτηριστικά, που της δίνουν συγκεκριμένη φυσική υπόσταση. Αναλόγως, η πολιτική διακυβέρνηση, είναι μια διαδικασία που γίνεται σύμφωνα με τη φύση ενώ οι πολίτες αποτελούν τα βασικά συστατικά της ουσίας της πόλεως. Για τη τεκμηρίωση της «φυσικότητας» της πόλης οι υποστηρικτές της πολιτικής φυσιοκρατίας αντλούν τα επιχειρήματά τους από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη (1252a24-b30) και συγκεκριμένα από τη θέση ότι: οι άνθρωποι αρχικά ενώθηκαν σε ζευγάρια, από τα οποία στη συνέχεια προέκυψαν οι οίκοι και από την συνένωση πολλών οίκων, για την ικανοποίηση αναγκών που ξεπερνούν την καθημερινότητα, προέκυψαν οι κώμες, τα χωριά. Τέλος, από την συνένωση των χωριών, με σκοπό την «αυτάρκεια» και το «ευ ζην» προέκυψε η «πόλις». Η ανάγνωση του Αριστοτέλη, υπό το πρίσμα της πολιτικής φυσιοκρατίας, εντοπίζει τρία κυρίως κλειδιά που συνδέουν την φύση με την πόλη:
[α] ότι η πόλις είναι φυσικό δημιούργημα (Κατσιμάνης, 2003 : 248) είναι «φυσική οντότητα» (ο.π.: 249), και ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν «εκ φύσεως» (Λυπουρλής – Μωραΐτου, 2004 : 184).
[β] Ότι ο άνθρωπος είναι «ένα ον, προορισμένο από τη φύση να ζει στη πόλη (πολιτικό ζώον)» (ο.π.: 184), είναι δηλαδή από τη φύση του ζώο πολιτικό (Κατσιμάνης, 2003 : 249).
[γ] Ότι η πόλη «εκ φύσεως» προηγείται από κάθε επί μέρους άτομο (Λυπουρλής – Μωραΐτου, 2004 : 187), αφού τα μεμονωμένα άτομα δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από την πόλη επειδή δεν είναι αυτάρκη.
Το τελευταίο αυτό επιχείρημα ανέλυσε διεξοδικά και ο Hegel (1971 : 226 κ.ε.), για να ερμηνεύσει τελικά, ότι η θέση του Αριστοτέλη είναι πως: «το κράτος (κατά την ουσία, την υπόσταση, τον ορθό λόγο και την αλήθεια) είναι φύσει πρότερον της οικογένειας και φύσει πρότερον καθενός από μάς».
Με αυτή την ανάγνωση της πολιτικής θεωρίας του Αριστοτέλη, ως βάση, έχουμε την επίδρασή σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών αντιλήψεων, από το αμερικάνικό σύνταγμα μέχρι τα σοσιαλιστικά αλλά και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Συνοψίζοντας την φυσιοκρατική θέση, η πόλη (-κράτος) είναι κατ’ ουσίαν οντότητα που υπάρχει εκ φύσεως, και μάλιστα προηγείται στη φυσική τάξη των μεμονωμένων ανθρώπων, οι οποίοι λόγω της αδυναμίας τους να είναι αυτάρκη όντα, είναι προορισμένοι από τη φύση να ζουν οργανωμένοι σε πόλεις.
Αυτό όμως που ερμηνεύεται ως «εκ φύσεως», ως «φυσικό» ως «προορισμένο από τη φύση» και «φυσικό δημιούργημα» αποδίδει άραγε με ακρίβεια τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη; Τι λέει ακριβώς ο Αριστοτέλης; [1] πάσα πόλις φύσει εστί, [2] ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ζώο και [3] πρότερον τη φύσει πόλις ‘η οικία και έκαστος ημών έστιν.
Στη Φυσική Ακρόαση, ο Αριστοτέλης διευκρινίζει, ότι «φύσει» όντα είναι όλα όσα έχουν έμφυτη την πρώτη αρχή της κίνησης (ή της μεταβολής) και της ηρεμίας (ή της στάσης). «Φύσει» όντα είναι όλα τα όντα, οργανικά και ανόργανα που βρίσκονται μέσα στο κόσμο. Δεν είναι «φύσει», τα τεχνητά αντικείμενα που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο, όπως η κλίνη, το ιμάτιο, το άγαλμα και τα λοιπά «χειρόκμητα» (Φ. Α. Β.1 192b30. Επίσης, ο Αριστοτέλης, στη Φυσική Ακρόαση (Β1 193a2) προβαίνει σε διάκριση των όρων «φύσει» και «κατά φύσιν». Ο προσδιορισμός «κατά φύσιν» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι το οποίο γίνεται σύμφωνα με τη βούληση και το πρόγραμμα της φύσης (Μούκανος, 1993 : 33), κάτι δηλαδή που προορίζεται από τη φύση να γίνει έτσι, σύμφωνα με μια κανονικότητα και ένα φυσικό νόμο, ενώ ο προσδιορισμός «φύσει» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι το οποίο γίνεται μέσα στο φυσικό πλαίσιο, ή «ενεργεία» της φύσης (Συμπλίκιος, IX : 271 Diels). Επί πλέον είναι σαφές, στον Αριστοτέλη (Φ. Α. Β.8 199b5-33), ότι τα «φύσει όντα» δεν είναι απαραιτήτως και «κατά φύσιν». Ως παράδειγμα αναφέρονται τα «βουγενή ανδρόπρωρα» καθώς και τα «αμπελογενή ελαιόπρωρα» δηλαδή όντα παρεκβατικά από το πρόγραμμα της φύσης, αμαρτήματα, τα οποία είναι «φύσει» αλλά όχι «κατά φύσιν». Τα «κατά φύσιν όντα» είναι για τον Αριστοτέλη πάντοτε «φύσει», όχι όμως και το αντίστροφο (Μούκανος, ο.π.: 35).
Αν λοιπόν ο Αριστοτέλης ήθελε να δηλώσει ότι η πόλις είναι φυσική οντότητα και ο άνθρωπος προορισμένος από τη φύση να ζει στην πόλη, ως «το κατά το βούλημα της φύσεως αποβαίνον» (Συμπλίκιος,ο.π.: 271), δεν θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει το «κατά φύσιν» αντί του «φύσει» που χρησιμοποίησε;
Κι ενώ υποστηρίζει ξεκάθαρα ότι είναι «κατά φύσιν» (Πολιτικά Α 1252b 13 –17) κοινωνικό ζώο ο άνθρωπος, αφού οίκοι και χωρία είναι κατά φύσιν, δηλαδή είναι καθορισμένο από τη φύση ο άνθρωπος να ζευγαρώνει να δημιουργεί οίκους, οικογένειες και ομάδες οικογενειών, πουθενά δεν αναφέρει ότι η πόλις είναι «κατά φύσιν», ή ότι ο άνθρωπος είναι «κατά φύσιν» πολιτικό ζώο.
Θα ήταν αντιφατικός ο Αριστοτέλης αν έλεγε από τη μια, ότι η πόλις είναι κατ’ ουσίαν φυσική οντότητα, και από την άλλη, στο 1253a 29-39 των Πολιτικών, υποστήριζε πως η πόλις αποτελεί δημιούργημα του Ανθρώπου, τον οποίο μάλιστα και χαρακτηρίζει ως «μεγίστων αγαθών αίτιο». Επίσης στα Φυσικά και στο Μετά τα Φυσικά, ο άνθρωπος για τον Αριστοτέλη είναι «έσχατον είδος» πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεται στη κορυφή της ιεραρχίας των όντων, στην κορυφή της οντολογικής πυραμίδας, με συνέπεια η θέση για την οντολογική υπεροχή της πόλεως- κράτος να τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Μια άλλη αμφισβήτηση της φυσιοκρατικής ανάγνωσης των πολιτικών θέσεων του Αριστοτέλη γίνεται από τον σύγχρονο γερμανό φιλόσοφο Wolfgang Kullman. Παρ’ ότι ο Kullman (2003) δεν κάνει διάκριση του «φύσει» και «κατά φύσιν», με μια σειρά ισχυρών επιχειρημάτων υποστηρίζει ότι η πόλις στον Αριστοτέλη δεν αποτελεί «ουσιαστική» οντότητα. Θεωρεί, ότι ο φιλόσοφος, εν τέλει, δεν αποδίδει ιδιαίτερο κύρος στη πόλη, αφού λείπει από αυτήν η ουσία, η συνύπαρξη δηλαδή των βασικών χαρακτηριστικών της ουσιαστικής υπόστασης, το ποιητικό, το ειδικό, το υλικό, και το τελικό αίτιο. Επί πλέον δεν συνάγεται από πουθενά ότι οι πολίτες αποτελούν το «υλικό» συστατικό της οντότητας «πόλις».
Είναι γεγονός ότι αν η πόλις ήταν κατ’ ουσίαν φυσική οντότητα, θα χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένα «σταθερά» χαρακτηριστικά και ιδιότητες και θα υπάκουε στους φυσικούς νόμους. Δεν θα υπήρχαν, κατά κανόνα, ούτε «απάνθρωπες» πόλεις, ούτε «παρεκβατικά» πολιτεύματα. Αν οι πόλεις ήταν οντότητες προερχόμενες από το πρόγραμμα της φύσης, όπως οι κυψέλες των μελισσών ή οι φωλιές των πουλιών θα είχαν συγκεκριμένη δομή και θα εξυπηρετούσαν εκ φύσεως και διαχρονικά συγκεκριμένο σκοπό και συγκεκριμένη λειτουργία.
Οι «κατά κανόνα» παρεκκλίσεις των «απάνθρωπων» πόλεων δικαιολογούνται μόνον επειδή οι πόλεις είναι «φύσει», και όχι «κατά φύσιν».
Kαι τι σημαίνει τελικά «φύσει»;
Kατά τη γνώμη μου η πόλις είναι «φύσει» επειδή δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο, ως «φυσικός» χώρος διαβίωσης, για το συμφέρον του και την επίτευξη του τελικού του σκοπού. Αν είναι όντως έτσι, η πόλις παύει να είναι μια... «από τη φύση» ουσιαστική οντότητα, και η ύπαρξή της ΔΕΝ δεσμεύει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Στα Ηθικά Νικομάχεια (Θ ΙΙ, 1160a 9 κ.ε.) ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η πολιτική κοινωνία προήλθε για το κοινό συμφέρον, ενώ στα Πολιτικά (Α΄ 1252a 1 κ.ε.) τονίζει ότι κάθε κοινωνία έχει συγκροτηθεί με σκοπό την επίτευξη αυτού που οι άνθρωποι θεωρούν αγαθό. Η συγκρότησή της πόλης, οφείλεται, κατά τον Αριστοτέλη, στο ότι οι άνθρωποι σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα, διαθέτουν λόγο (Α΄ 1253a 7 κ.ε.). Ως έλλογα όντα οι άνθρωποι, συγκρότησαν την πόλη για το συμφέρον τους και την επίτευξη του τελικού τους σκοπού που είναι η ευζωία και η ευδαιμονία. Ως έλλογα οντα, θα μπορούσαν να επιλέξουν και μια άλλη μορφή ζωής, ή μια άλλη μορφή οργάνωσης εκτός της πόλης, αν αυτό έκριναν τελικά ότι θα συμβάλει στην ευζωία και την ευδαιμονία τους.
Ο λόγος λοιπόν, ως φυσική και κύρια ιδιότητα του ανθρώπινου είδους, και όχι η φύση, οδήγησε τον άνθρωπο να συγκροτήσει την πόλη.
Συνεπώς η πόλις δεν είναι μια «φυσική» οντότητα, αλλά μια «φύσει» επιλογή του ανθρώπου, που υποδεικνύεται από το φυσικό λόγο. Είναι «φύσει», ως μια διαχρονικά «μεταβαλλόμενη» οντότητα, η οποία μετασχηματίζεται ανάλογα με τις συνθήκες και την ανθρώπινη βούληση. Αποτελεί τον «φυσικό» χώρο διαβίωσης του ανθρώπου, επειδή αυτός τον επέλεξε για να μπορέσει μέσα σ’ αυτόν να επιτύχει τον τελικό του σκοπό.
Με αυτή την έννοια η πόλις είναι «φύσει». Για τον Αριστοτέλη η πόλις δεν είναι μια γενική έννοια ενός συνόλου θεσμών και λειτουργιών όπως την αντιλαμβάνεται σήμερα η πολιτική φιλοσοφία.
Η αρχαιοελληνική πόλις είναι μια ορισμένη, χωρικά, οντότητα, αποτελούμενη από ολιγάριθμους κατοίκους, που έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ, δηλαδή τη δυνατότητα να παρέχει τις συνθήκες ευζωίας και ευδαιμονίας στους πολίτες της, χωρίς να εξαρτάται, να ετεροκαθορίζεται από, ή να ανήκει και να προστρέχει σε, σχήματα ή οντότητες που θα αλλοιώσουν το βασικό της αυτό χαρακτηριστικό. Δηλαδή την αυτάρκεια.
(Σχετικά με το θέμα της αυτάρκειας να σημειώσω παρενθετικά, ότι η φυσιοκρατική ανάγνωση του Αριστοτέλη θα τον αφήσει εκτεθειμένο σε ανακολουθία, αφού φαίνεται να μιλάει για αδυναμία των ανθρώπων να ζήσουν αυτάρκεις εκτός πόλεως στα Πολιτικά και για δυνατότητα να ζήσουν αυτάρκεις μοναχικά, στα Νικομάχεια Βιβλίο 10 κ 7 κ 8)
Η Αριστοτελική πόλις, δεν αποτελεί μια κατασκευή σύνθετων υλικοτεχνικών υποδομών, γραφειοκρατικών θεσμών και εξουσιαστικών μηχανισμών. Αυτή είναι η πόλη που σήμερα ξέρουμε, και χωρίς αμφιβολία δεν αποτελεί χώρο, όπου το σύνολο των πολιτών της προσεγγίζει τον τελικό τους σκοπό, δηλαδή την ευζωία και την ευδαιμονία.
Η πόλις του Αριστοτέλη είναι εγγενώς πολιτική –έλλογη και ανθρώπινη, με την έννοια ότι οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτήν, δημιουργώντας και αναμορφώνοντας διαρκώς το πλαίσιο που θα προσδιορίσει την ζωή, την ελευθερία και την ευδαιμονία τους. Με αυτή την έννοια, η ευδαιμονία του συνόλου, βρίσκεται ιεραρχικά ανώτερα από την ευδαιμονία καθ’ ενός από μας, αλλά στο πλαίσιο, που ο «λόγος» κάθε φορά ορίζει.
Να σημειώσω εδώ, ότι για τον Αριστοτέλη, ο λόγος και ο «θεωρητικός» βίος, είναι ανώτερος από τον «πρακτικό», μέσα στη πόλη, βίο. Είναι αυτός που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο «ανώτερο» από αυτό που είναι, και να τον καταστήσει ικανό να ζήσει σε πλήρη αυτάρκεια κι εκτός της πόλεως και της πολιτικής πράξης (Νικομάχεια Βιβλίο 10 κ5 1177a12 – 1178a8 και Κούτρας, 1983).
Ο λόγος λοιπόν είναι αυτός που κάνει «φύσει» την πόλη και «φύσει πολιτικό ζώο» τον άνθρωπο. Ο λόγος είναι αυτός που μπορεί να επιλέξει «αύριο» ότι η πόλις δεν μπορεί να αποτελεί πλέον το «φυσικό» πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιτευχθεί η ευζωία και η ευδαιμονία του ανθρώπου... και να δημιουργήσει έναν άλλο «φύσει» χώρο που θα συμβάλλει στον τελικό του σκοπό.
Μ’ αυτή την ανάγνωση του «φύσει» η Αριστοτελική θεωρία μπορεί να αναγνώθει μεν ως κοινοτική φυσιοκρατία, με την έννοια ότι η κοινοτική συμβίωση των ανθρώπων είναι «κατά φύσιν», επ’ ουδενί όμως, δεν μπορεί ερμηνευτεί ως πολιτικός νατουραλισμός, βάζοντας εκ φύσεως τη πόλη ή το κράτος πάνω από κάθε πολίτη.
Παρενθετικά να μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ο λόγος, ως κυρίαρχος παράγοντας στο έργο του Αριστοτέλη, αφήνει έδαφος ερμηνείας, που προσεγγίζει εμμέσως, τις πολιτικές θεωρίες των κοινωνικών συμβολαίων.
Με την πόλη λοιπόν ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής μιας έλλογης διαδικασίας, που σα σκοπό έχει τη συνολική ευδαιμονία και ευζωία, γεννιέται το ερώτημα του «τι φταίει» που οι πόλεις και τα κράτη, έχουν σήμερα απομακρυνθεί από αυτό σκοπό;
Τι φταίει που οι άνθρωποι σήμερα δεν ζουν ευτυχισμένοι μέσα στις πόλεις;
Τι φταίει που οι άνθρωποι δεν ζουν σύμφωνα με τη φύση τους;
Τι φταίει που οι πόλεις καταστρέφουν τον άνθρωπο και καταστρέφουν το περιβάλλον;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε: Τι είναι ο «κατά φύσιν» λόγος; Και τι είναι το «κατά φύσιν ζην».
Και απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα θεωρώ ότι θα έχουμε κάνει ένα μικρό βηματάκι προς την επίλυση του οικολογικού προβλήματος.
Κατά τη γνώμη μου το οικολογικό πρόβλημα δεν είναι μόνο συνειδησιακό ή κανονιστικό και νομοθετικό πρόβλημα.
Βεβαίως η ανακύκλωση, ο περιορισμός των ρίπων, η τοποθέτηση φίλτρων στα εργοστάσια, η οικονομία στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ή η διάσωση της καρέτα – καρέτα, είναι σημαντικές ενέργειες που επιβραδύνουν τον ρυθμό της οικολογικής καταστροφής. Δεν αποτελούν όμως λύσεις.
Το οικολογικό πρόβλημα είναι κυρίως, πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα και ως τέτοιο δεν επιλύεται μόνο με νόμους και οικολογική παιδεία.
Είναι ένα πρόβλημα που αφορά τις ΔΟΜΕΣ. Τις πολιτικές, τις οικονομικές και τις κοινωνικές δομές, και αντανακλά αυτή ακριβώς τη παρερμηνεία την παρανόηση της ουσίας του ανθρώπου, της ουσίας της πόλης και της ουσίας της φύσης.
Για να υπάρξει μια ορατή λύση του οικολογικού προβλήματος είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να κάνει κατ’ αρχάς δύο πράγματα:
[1] να επανακαθορίσει τη φυσική του θέση στο φυσικό χώρο, και
[2] να επαναπροσδιορίσει το φυσικό του χώρο σύμφωνα με το τελικό του σκοπό.
Έτσι τελικά θα συνδυάσει το κατά φύσιν ζην με το κατά φύσιν πολιτεύεσθαι…
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλους: Πολιτικά
Αριστοτέλους: Ηθικά Νικομάχεια
Αριστοτέλους: Φυσική Ακρόασις
Δημητρακόπουλος, Μ (2001).Το Φιλοσοφικό Κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. τομ.Α’. Αήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κατσιμάνης, Κ. (2003). Πλάτων και Αριστοτέλης. Αθήνα: Gutenberg.
Κούτρας, Δ. (1983). Η Ευδαιμονία στην Ηθική Φιλοσοφία του Αριστοτέλους. από τα πρακτικά του Παγκοσμίου Συνεδρίου «Αριστοτέλης». Αθήνα.
Λυπουρλής, Δ. - Μωραϊτου, Δ. (2004). «Φιλοσοφικός Λόγος», Αρχαία Ελληνικά Γ’ Τάξης Ενιαίου Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.
Δ. Μούκανος, Δ. (1993). Τα Καθ’ αυτό αίτια των φύσει όντων. Αθήνα: Πανεπιστήμιο.
Συμπλίκιος: «εις το Β’ της Φυσικής Ακρόασης Υπόμνημα», comm. In Arist. GR., IX, p. 271 Diels
Düring, Ι. (2003). Ο Αριστοτέλης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Kullmann, W. (2003). Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Πελεγρίνη, Θ. (2004). Λεξικό Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.