Ο Αλγόριθμος του Ψηφιακού Ανθρωπισμού
Άλκης Γούναρης
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Abstract: Σύμφωνα με τον Σαρτρ, οι άνθρωποι βιώνουμε μια διαρκή κατάσταση υπαρξιακής αγωνίας, επειδή όντας «καταδικασμένοι» να ορίζουμε ελεύθερα οι ίδιοι τον σκοπό μας, σε κάθε στιγμή της ζωής μας καλούμαστε να κάνουμε επιλογές που καθορίζουν τελικά το ποιοι είμαστε. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Θεοφάνης Τάσης, στο νέο του βιβλίο με τίτλο "Ψηφιακός Ανθρωπισμός - Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη", επισημαίνει ότι ενώ ο άνθρωπος στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση «εκχώρησε» στις μηχανές σωματικό μόχθο, προκειμένου να εξοικονομήσει χρόνο και ενέργεια, σήμερα «εκχωρεί» μέρος των διανοητικών του ικανοτήτων στους αλγόριθμους, για να απαλλαγεί από το βάρος των αναρίθμητων επιλογών που του προσφέρει η υπερπληροφόρηση του ψηφιακού κόσμου. Η υπερέκθεση του σύγχρονου, πάντα "online" ανθρώπου σε ένα ασύλληπτα μεγάλο εύρος επιλογών που είναι αδύνατον να αξιολογήσει και να διαχειριστεί, οδηγεί σε μια κατάσταση υπαρξιακού άγχους από το οποίο γενναιόδωρα μας απαλλάσσει ο εκάστοτε αλγόριθμος του Facebook ή της Google, εκχωρώντας όμως στη μηχανή το χαρακτηριστικό εκείνο που μας κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε. Προτάσσοντας την αριστοτελική φρόνηση ως μέτρο για την εξέλιξη των μηχανών στο μέλλον, ο συγγραφέας προτείνει ένα πλαίσιο προβληματισμού με το οποίο πολλοί θα συμφωνούσαν, σε σχέση με την αναγκαιότητα και τους στόχους του, ενώ ενστάσεις θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς στον τρόπο που προσεγγίζονται ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία μιας «ηθικής τεχνητής νοημοσύνης» ή τις παραδοχές που κάνει ο συγγραφέας για τη «φύση» των αλγορίθμων αλλά και για τη μεταφυσική θεμελίωση της ανθρώπινης νόησης.
Keywords: digital humanism, artificial intelligence, machine ethics
Γούναρης, Α. (2020). Ο Αλγόριθμος του Ψηφιακού Ανθρωπισμού. Πρώτη δημοσίευση bookpress.gr. Ανακτήθηκε 26/02/2020 από https://alkisgounaris.gr/gr/archives/the-algorithm-of-the-digital-humanism/
Ο Arthur Clarke προέβλεπε ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, οι άνθρωποι χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη θα έχουν επιλύσει όλα τα βασικά τους προβλήματα και θα έχουν περιέλθει σε μια κατάσταση απόλυτης ανίας, όπου το μόνο που θα τους απασχολεί θα είναι η απόφασή τους για το ποιο από τα χιλιάδες προσφερόμενα τηλεοπτικά προγράμματα να επιλέξουν.
Φυσικά καταλαβαίνουμε ότι έπεσε έξω στη βασική πρόβλεψή του, όμως αποδείχθηκε προφητικός στο ασύλληπτα μεγάλο εύρος διαθέσιμων επιλογών ψυχαγωγικών προγραμμάτων. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σήμερα κάθε λεπτό της ώρας ανεβαίνουν στο YouTube περισσότερες από 500 ώρες νέου οπτικοακουστικού περιεχομένου ή αλλιώς υλικό διάρκειας 82,2 ετών κάθε μέρα! Με μια τέτοια πληθώρα επιλογών, θα ήταν εντελώς απίθανο να εντοπίσει κανείς το περιεχόμενο που τον ενδιαφέρει, αν δεν υπήρχε ο αλγόριθμος του YouTube που επιλέγει για εμάς το περιεχόμενο, ανάλογα με το ψηφιακό μας προφίλ και τις προηγούμενες προτιμήσεις μας. Κάτι αντίστοιχο κάνει για εμάς και ο αλγόριθμος του Netflix όταν μας προτείνει ταινίες, αλλά και το Spotify όταν επιλέγει για εμάς μουσική, ή το Google Maps όταν μας υποδεικνύει τη συντομότερη διαδρομή.
Όπως παραστατικά διατυπώνει ο Θεοφάνης Τάσης, στο νέο του βιβλίο με τίτλο Ψηφιακός Ανθρωπισμός: Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη 1, ο άνθρωπος στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση «εκχώρησε» στις μηχανές σωματικό μόχθο, προκειμένου να εξοικονομήσει χρόνο και ενέργεια. Σήμερα «εκχωρεί» μέρος των διανοητικών του ικανοτήτων στους αλγόριθμους, για να απαλλαγεί από το βάρος των αναρίθμητων επιλογών που του προσφέρει η υπερπληροφόρηση του ψηφιακού κόσμου. Αυτή η υπερέκθεση σε ασύλληπτα μεγάλο εύρος επιλογών, δημιουργεί σύμφωνα με τον συγγραφέα μια «πληθωριστική ελευθερία» – μια ελευθερία που είναι αδύνατον να διαχειριστούμε στην καθημερινότητά μας, καθώς το εύρος των επιλογών είναι τόσο μεγάλο και σύνθετο που είναι σχεδόν ακατόρθωτο να αξιολογήσουμε τις επιλογές με ακρίβεια. Η πληθωριστική αυτή ελευθερία εν προκειμένω, μας οδηγεί σε μια κατάσταση υπαρξιακού, με σαρτρικούς όρους, άγχους, από το οποίο γενναιόδωρα μας απαλλάσσει ο εκάστοτε αλγόριθμος του Facebook ή της Google. Να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με τον Σαρτρ, οι άνθρωποι βιώνουμε μια διαρκή κατάσταση υπαρξιακής αγωνίας, όχι επειδή η ζωή μας είναι τραγική και αγωνιώδης, αλλά επειδή λόγω της ιδιαίτερης φύσης μας, είμαστε «καταδικασμένοι» να είμαστε ελεύθεροι. Αυτό που εννοεί ο Γάλλος στοχαστής είναι ότι σε κάθε στιγμή της ζωής μας καλούμαστε να κάνουμε επιλογές το βάρος των οποίων μας σημαδεύει. Σε αντίθεση με τα πράγματα γύρω μας που εμπεριέχουν τον σκοπό για τον οποίο είναι φτιαγμένα, οι άνθρωποι ορίζουμε οι ίδιοι τον σκοπό μας και προβαίνοντας σε επιλογές και πράξεις κατά τη διάρκεια του βίου μας, καθορίζεται τελικά το ποιοι είμαστε – καθορίζεται δηλαδή ο εαυτός μας. Το σκεπτικό του Τάση είναι ότι εκχωρώντας τις επιλογές μας στον αλγόριθμο, απαλλασσόμαστε μεν μερικώς από την υπαρξιακή αγωνία, εκχωρούμε όμως στη μηχανή (δηλαδή στον αλγόριθμο) το χαρακτηριστικό εκείνο που μας κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε.
Ακολουθώντας υπόρρητα την επιχειρηματολογία του Σαρτρ στο «Ο Υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός», ο Ψηφιακός Ανθρωπισμός του Τάση τοποθετεί τον άνθρωπο ως «εικονιστικό υποκείμενο» εντός μιας μετανεωτερικής κοινωνίας, στην οποία κυριαρχεί η εικόνα σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως στη νεωτερικότητα ο ορθολογικός και επιστημονικός τρόπος σκέψης οδήγησε στην πρώτη επανάσταση των μηχανών με τις συνεπακόλουθες δημογραφικές, πολιτικές, εθνικές και οικονομικές επιπτώσεις και εντέλει στην επικράτηση του καπιταλισμού ως κυρίαρχου οικονομικού συστήματος στην παγκόσμια αγορά, έτσι και στην εικονιστική νεωτερικότητα η ψηφιοποίηση των πάντων οδηγεί στη διαφορετική θεώρηση των αγαθών από τη μια πλευρά, αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων από την άλλη, αμφότερα «δεσμευμένα» από αλγόριθμους. Η συνθήκη αυτή διαμορφώνει σύμφωνα με τον συγγραφέα μια νέα πραγματικότητα, ταυτόχρονα φυσική και ψηφιακή, και με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται μια μορφή δυισμού που αποκτά οντολογική υπόσταση στο «εικονιστικό υποκείμενο» και ενδέχεται να συντελέσει στο μέλλον στη δημιουργία ενός νέου ανθρώπινου είδους.
Βεβαίως, όπως δηλώνει ο ίδιος, σκοπός του δοκιμίου του δεν είναι μια μελλοντολογία αλλά κυρίως η περιγραφή της παρούσας μορφής της εικονιστικής νεωτερικότητας και η επαναδιατύπωση ερωτημάτων και διλλημάτων υπό το πρίσμα του Ψηφιακού Ανθρωπισμού.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Ψηφιακό Ανθρωπισμό που εισηγείται ο Τάσης, ως ένα υπόβαθρο έρευνας και διαλόγου για τη διάσωση τόσο του πνευματικού πολιτισμού όσο και της ανθρώπινης αυτονομίας, έναντι της κυριαρχίας των ψηφιακών αλγορίθμων. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια πολεμική θεώρηση κατά των μηχανών εν γένει, ούτε βεβαίως για μια αισιόδοξη θέση υποστήριξής τους. Ανάμεσα στα δύο άκρα που εκφράζουν οι τεχνοφοβικοί από τη μία και οι τεχνολογικοί ουτοπιστές από την άλλη, ο συγγραφέας επιλέγει ορθά να τοποθετηθεί σε μια ενδιάμεση περιοχή, όπως άλλωστε είναι η κυρίαρχη σήμερα τάση στην παγκόσμια σχετική βιβλιογραφία. Προτάσσοντας την Αριστοτελική φρόνηση ως μέτρο για την εξέλιξη των μηχανών στο μέλλον, προτείνει ένα πλαίσιο προβληματισμού το οποίο αναμφισβήτητα θα βρει πολλούς να συμφωνήσουν τόσο με την αναγκαιότητα όσο και με τους στόχους του. Λιγότεροι όμως θα είναι εκείνοι που θα συμφωνήσουν με το σύνολο των παραδοχών καθώς και των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο εν λόγω δοκίμιο.
Ενδεικτικά, ενστάσεις θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς στον τρόπο που προσεγγίζονται ζητήματα που αφορούν στη δημιουργία μιας «ηθικής τεχνητής νοημοσύνης» ή στις παραδοχές που κάνει ο συγγραφέας για τη μεταφυσική θεμελίωση της ανθρώπινης νόησης αλλά και για τη «φύση» των αλγορίθμων. Εν προκειμένω, σχετικά με τις ηθικές μηχανές, τονίζεται η αναγκαιότητα του περιορισμού της τεχνητής νοημοσύνης, ώστε αυτή να μην καταστεί στο μέλλον ικανή να δρα με ηθικό τρόπο. Εκτός από τα επιχειρήματα κινδυνολογίας που φλερτάρουν με τις απόκρημνες παρυφές της ολισθηρής πλαγιάς ή εκείνα που παραπέμπουν στον Nick Boström και στον Hans Jonas και αποτελούν κοινό τόπο για το εν λόγω πεδίο προβληματισμού, στο συγκεκριμένο ζήτημα διατυπώνεται με ομολογουμένως γλαφυρό τρόπο η θέση ότι μια μηχανή ικανή να δρα με ηθικό τρόπο, θα μπορούσε να συναισθάνεται, να συμπάσχει και να υποφέρει. Καθώς όμως η μηχανή αυτή θα είχε απεριόριστη διανοητική ικανότητα, θα υπέφερε με αφάνταστους για εμάς τρόπους, και συνεπώς εμείς ως έλλογα όντα οφείλουμε να αποτρέψουμε τη δημιουργία μιας τέτοιας μηχανής, διότι σε αντίθετη περίπτωση, με την πράξη μας κινδυνεύουμε να προξενήσουμε αδιανόητη οδύνη.
Προφανώς και ο ίδιος ο συγγραφέας γνωρίζει ότι τέτοια επιχειρήματα αποτελούν πρόσφορο έδαφος για κριτική. Όχι τόσο γιατί δεν παραθέτουν έναν ολοκληρωμένο συλλογισμό, κατά τον οποίο θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι εκτός από απεριόριστη οδύνη, η μηχανή θα «βίωνε» και απεριόριστη ευτυχία για τους ίδιους ακριβώς λόγους, και συνεπώς ο κίνδυνος για την πρόκληση της οδύνης θα ισοσταθμιζόταν από το καθήκον μας απέναντι στην προοπτική πρόκλησης απεριόριστης ευτυχίας, αλλά κυρίως για δύο «τεχνικούς» λόγους: Το να συναισθάνεται, να συμπάσχει και να υποφέρει κάποιος, δεν αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για να δρα ηθικά, ούτε βεβαίως το αντίστροφο. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι αυτό της Μήδειας, ή για τους σινεφίλ το επίκαιρο παράδειγμα του Ιρλανδού του Σκορτσέζε. Για το αντίστροφο αρκεί να σκεφτούμε τον Καντ, όπου οι επιλογή των ηθικών αρχών οφείλει να είναι ανεξάρτητη από τα συναισθήματα, την ηδονή ή την οδύνη. Όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο δεύτερος «παλιός καλός» λόγος: Όταν λέμε ότι μια μηχανή σκέφτεται, πετάει ή κολυμπάει, κάνουμε μεταφορική χρήση της γλώσσας. Είναι διαφορετικό (όπως σημειώνουν οι Michael και Susan Anderson) να επιδεικνύουν οι μηχανές συμπεριφορά ή να προβαίνουν σε πράξεις οι οποίες μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά, και διαφορετικό πράγμα να θεωρούμε ότι έχουν οι μηχανές ηθική ευθύνη για τις πράξεις αυτές – ότι είναι δηλαδή κυριολεκτικά ηθικοί πράκτορες.
Όμως αντιρρήσεις μπορεί να διατυπώσει κανείς και για τη θέση που υιοθετεί ο συγγραφέας για την ανθρώπινη νόηση, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συνείδηση, η φαντασία, τα πάθη και τα συναισθήματα, έχουν μεν νευροβιολογικό υπόβαθρο και επιτελούν λειτουργίες αλλά δεν «ανάγονται» σε αυτό. Λέγοντας ότι μια φυσική κατάσταση ή μια επιστημονική θεωρία ανάγεται σε μια άλλη, εννοούμε ότι σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους (Ernest Nagel) ή σύμφωνα με τη λογική (Στάθης Ψύλλος) μια κατάσταση ή μια θεωρία Α είναι αναγώγιμη σε μια βασικότερη κατάσταση ή θεωρία Β, αν η Α δεν αντιβαίνει στους νόμους ή (και) δεν είναι αντιφατική με τη Β που ξέρουμε ότι ισχύει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα νοητικά γεγονότα είναι αναγώγιμα στη νευροβιολογία, αν οι νόμοι που τα διέπουν δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι αντιφατικοί με τους νόμους που διέπουν τη νευροβιολογία. Για να είναι αναγώγιμα τα νοητικά φαινόμενα στη βασικότερη θεωρία, θα πρέπει να μπορούν να παραχθούν λογικά μέσω κάποιων «γεφυροποιών» αρχών, προτάσεων ή νόμων που ενώνουν την ορολογία του ενός επιπέδου περιγραφής (πχ. των νοητικών φαινομένων), με το άλλο βασικότερο επίπεδο περιγραφής (πχ. της νευροβιολογίας). Η έννοια της αναγωγής, που διασφαλίζει κατά έναν τρόπο την ενότητα της επιστήμης, μας απομακρύνει από το ενδεχόμενο επίκλησης «μαγικών» ή ανεξήγητων φαινομένων. Το γεγονός ότι δεν έχουν διατυπωθεί ικανοποιητικές «γεφυροποιές» αρχές ή νόμοι που να συνδέουν τα επίπεδα περιγραφής (όπως συμβαίνει με τη νόηση και τον εγκέφαλο), δεν σημαίνει ότι οι καταστάσεις ή οι θεωρίες των επιπέδων περιγραφής δεν είναι δυνάμει αναγώγιμες. Θα πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι η αναγωγή προϋποθέτει τη μελέτη των φαινομένων στο κατάλληλο δομικό επίπεδο, όπως ενδεχομένως, το επίπεδο της φυσικής γλώσσας ή το επίπεδο ενός συστήματος που περιλαμβάνει (όπως συμβαίνει εδώ) το νοήμον ον και το περιβάλλον του.
Τέλος, σχετικά με τους αλγόριθμους, ο συγγραφέας παραλείπει να αναγνωρίσει ότι ο υπολογιστικός τρόπος σκέψης του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα η καθημερινή λήψη αποφάσεων, η επιλογή του Α ή του Β, η στοχοθεσία, η επίλυση προβλημάτων, η συνεπής τήρηση των επαγγελματικών ή άλλων καθηκόντων, κάθε ανάλυση ή σχεδιασμός μελλοντικού πλάνου κ.α., αποτελούν νοητικές διαδικασίες που μπορούν να περιγραφούν και να επιλυθούν αλγοριθμικά. Κάθε τι που οδηγεί τους ανθρώπους να προβαίνουν σε έλλογες πράξεις οι οποίες συνεπάγονται την ηθική ή νομική ευθύνη τους, δύναται να εκφραστεί ως ένα ορισμένο σύνολο συγκεκριμένων οδηγιών, που περιγράφει βήμα προς βήμα τι πρέπει να κάνει κανείς ώστε να λύσει ένα πρόβλημα ή να επιτύχει κάποιον στόχο. Κάθε τέτοιος αλγόριθμος εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες και το σύνολο των αρχών, των αξιών και των πεποιθήσεων που ο καθένας από εμάς έχει υιοθετήσει και έχει ως γνώμονα για τη χάραξη της πορείας του βίου του, και φυσικά δύναται να τροποποιηθεί ή να μεταβληθεί ανάλογα με την αποτελεσματικότητά του. Βεβαίως ο άνθρωπος διαθέτει και άλλα νοητικά χαρακτηριστικά εκτός από τον υπολογιστικό τρόπο σκέψης, όπως για παράδειγμα την εγγενή του ικανότητα να προσδίδει νόημα στα δεδομένα μετασχηματίζοντάς τα σε πληροφορία, ή την ικανότητά του να χειρίζεται με πολυσήμαντο τρόπο τη γλώσσα, να νοηματοδοτεί σύνθετες κοινωνικές και διαπροσωπικές καταστάσεις, αλλά κυρίως να ζει και να λειτουργεί εντός ορισμένου φυσικού και θεσμικού περιβάλλοντος, χαρακτηριστικά που είναι συζητήσιμο αν μπορούν ή όχι να εκφραστούν και να επιλυθούν αλγοριθμικά.
Άλλωστε στο δοκίμιό του, ο Τάσης αυτό που κάνει είναι να αναζητά τον αλγόριθμο του Ψηφιακού Ανθρωπισμού, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον αλγόριθμο της Ψηφιακής Τεχνολογίας. Μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να διαφυλάξει την ανθρωπότητα από το ενδεχόμενο ενός ζοφερού μελλοντικού ολοκληρωτισμού, όπου, όπως ο ίδιος περιγράφει, ο άνθρωπος έχοντας εκχωρήσει την ελευθερία του στους μηχανικούς αλγορίθμους, θα εγκλωβιστεί σε ένα σπήλαιο επιλογών και όπως οι δεσμώτες του Πλάτωνος, θα βλέπει σκιές του εαυτού του να χορεύουν στα τοιχώματα του σπηλαίου. Εν κατακλείδι, ο Ψηφιακός Ανθρωπισμός του Τάση ως αίτημα, δύναται να εμπνεύσει τρόπους με τους οποίους θα διαχειριστούμε ζητήματα όπως αυτό της πληθωριστικής ελευθερίας, αλλά κυρίως μπορεί να συμβάλει στον διάλογο για την κατανόηση και την κατάλληλη προετοιμασία απέναντι στις προοπτικές και τις προκλήσεις του θαυμαστού νέου κόσμου που ανοίγεται μπροστά μας.
[1] Το «Ψηφιακός Ανθρωπισμός: Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη» που παρουσιάζουμε στο παρόν, αποτελεί το πρώτο από τα είκοσι κείμενα που περιλαμβάνονται στο ομότιτλο βιβλίο του Θεοφάνη Τάση, το οποίο μαζί με τον πρόλογο αποδίδει την κεντρική θέση του συγγραφέως στο ζήτημα του ψηφιακού ανθρωπισμού και της τεχνητής νοημοσύνης. Από τα υπόλοιπα κείμενα που δεν συνδέονται σθεναρά με το παρόν θέμα, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο κειμενικός διάλογος του Habermas με τον Luhmann και η σύγκριση της συστημικής θεωρίας του νοήματος με τη θεωρία της επικοινωνιακής ορθολογικότητας, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, καθώς και πολλά σημεία από το τρίτο μέρος το οποίο περιέχει συγκεντρωμένες συνεντεύξεις του συγγραφέως, κατά τις οποίες με απλό και διαυγή τρόπο αναπτύσσει ορισμένες από τις κατά τα άλλα πυκνές και συχνά δυσνόητες έννοιες που εισάγει στα κείμενά του.